Πέμπτη, Ιανουαρίου 23, 2014

-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;»




Έρωτας, έτσι απλά από το τότε στο τώρα...
Δεν διαλέγει ποιον, δεν επιλέγει το πότε, δεν νιάζεται για το γιατί....
Με ρωτάς πώς τρελάθηκα. Έγινε έτσι.
Μια μέρα, πολύ πριν γεννηθούν οι Θεοί, ξύπνησα από ένα βαθύ όνειρο
και ανακάλυψα πως είχαν κλέψει όλες μου τις μάσκες.
Τις επτά μάσκες που είχα χρησιμοποιήσει σε επτά ζωές.

Χαλίλ Γκιμπράν.





Σοφοκλής Αντιγόνη.

Ερως ανίκατε μάχαν, πρωτότυπο κείμενο



Έρως ανίκατε μάχαν,

Έρως, ός εν κτήμασι πίπτεις,

ός εν μαλακαίς παρειαίς

νεάνιδος εννυχεύεις,

φοιτάς δ” υπερπόντιος

εν τ” αγρονόμοις αυλαίς·

καί σ” ούτ” αθανάτων φύξιμος ουδείς

ούθ” αμερίων σέ γ” ανθρώπων.

Ο δ” έχων μέμηνεν.

Σύ καί δικαίων αδίκους

φρένας παρασπάς επί λώβα,

σύ καί τόδε νείκος ανδρών

ξύναιμον έχεις ταράξας·

νικά δ” εναργής βλεφάρων

ίμερος ευλέκτρου νύμφας,

τών μεγάλων πάρεδρος

εν αρχαίς θεσμών.

“Αμαχος γάρ εμπαίζει Θεός, Αφροδίτα.

Νυν δ” ήδη “γώ κ’αυτός θεσμών

έξω φέρομαι τά δ” ορών ίσχειν δ”

ουκέτι πηγάς δύναμαι δάκρυ

τόν παγκοίτην όθ” ορώ θάλαμον

την δ” Αντιγόνην ανύτουσαν.



Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη,

συ που κυριαρχείς όπου κι αν πατήσεις,

συ που ξενυχτάς τα κορίτσια

με τα τρυφερά μάγουλα,

που δρασκελάς πάν” από θάλασσες

και τρυπώνεις στους κήπους,

κανείς δε γλυτώνει από “σε,

μήτε Θεός μήτε θνητός.

Όποιον αγγίξεις, τονε παλαβώνεις.

Συ, άνθρωπο φρόνιμον εξωθείς

στ” άδικο και στο χαμό,

συ π” ανάβεις ταραχή κι αμάχη

ανάμεσα σε γιο και πατέρα,

νικά πόθος και λαχτάρα για τη γλυκομάτα νύφη,

κόντρα σ” όλους τους μεγάλους νόμους.

Σαν ατάραχος Θεός τους περιγελάς, ω Αφροδίτη.

Ήδη τώρα κι εγώ παρανομώ

που δε μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα,

βλέποντας τη δύστυχη Αντιγόνη

να τη σέρνουν άκαιρα στον τάφο

που μέσα του μια μέρα όλοι θα μπούμε.



Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει

ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,

που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.



Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι

το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.

Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω

γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω

κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.



Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις

και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι

το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.

Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω

γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,

καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.



Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει

ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι

χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλληκάρι.

Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω

γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Λιανοτράγουδα.









Ναπολέων Λαπαθιώτης

« Καημός, αλήθεια , να περνώ του έρωτα , πάλι, το στενό,

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,

στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει, στην καρδιά , το ξαναπέρασμά του.



Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

Στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί , που μου το τάξανε πολλοί,

Κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ , να μου το δώσει…



Ίσως, μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,

Και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε πάλι, ταίρι,

Αυτό τ’ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

Σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!»



Οδυσσέας Ελύτης

«…. Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο

Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς

Είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

………………………………………………………..

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα , μ’ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς

Είμαι εγώ, μ’ακούς

Σ’αγαπώ, μ’ακούς

…………………………………………………………

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς

Σ’άλλη γη, σ’άλλο αστέρι, μ’ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς



Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς



Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς

Μες στη μέση της θάλασσας

Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς

Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου, άκου

Ποιος μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει- ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει –ακούς;

Είμ’εγώ που φωνάζω κι ειμ’εγώ που κλαίω. Μ’ακούς

Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.»



Μενέλαος Λουντέμης



Από τη συλλογή "Τα αντικλείδια"



Ερωτικό κάλεσμα



Έλα κοντά μου , δεν είμαι η φωτιά.

Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.

Τις πνίγουν οι νεροποντές.

Τις κυνηγούν οι βοριάδες.

Δεν είμαι , δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.

Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.

Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.

Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.

Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.



Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατηλάτης

ένας αποσταμένος περπατητής

που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς

ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.

Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.









Ερωτόκριτος Βιτζέντζος Κορνάρος



Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,

που ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;

και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,

και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;



Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν,

κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου σ’ ό,τι ακούσαν.

Και πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει

τούτ’ η καρδιά που εσύ `βαλες σ’ τσ’ αγάπης το καμίνι.

Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ’ άνθη,

μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;



Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέω τώρα,

και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου,

μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν, κι ήσβησέ μου.

Όπου κι αν πάω, κι αν βρεθώ, και ότι καιρόν κι αν ζήσω,

τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδένα ν’ αντρανίσω.



Ζωγραφιστή σ’ όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,

και δεν μπορώ άλλη να δω παρά την εδική σου.

Eγώ, δε σ’ εζωγράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου

αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.



Και βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,

με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίνει.

Λέγει του "Nα, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,

σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου ταίρι.''



Kάλλιά `χω εσέ με θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,

για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.



Eγώ `μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,

και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.









Μαρία Πολυδούρη.



Μόνο γιατί μ' αγάπησες





Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες

στα περασμένα χρόνια.

Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα

και σε βροχή, σε χιόνια,

δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.





Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,

μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο

κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,

μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.





Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,

περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο

της ύπαρξής μου στέμμα,

μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.





Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάη

είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο

να παίζει, να πονάη,

μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.





Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.

Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,

σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.





Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,

γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.

Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη

μένα η ζωή πληρώθη.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.





Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.

Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,

μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.





Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

έζησα, να πληθαίνω

τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες

κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω



μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα