Τετάρτη, Ιανουαρίου 22, 2014

Η Χώρα των Ηρώων...




Συνέχεια…

Ξάπλωνε σιγά – σιγά και το κορμί του άφηνε στα χέρια και στα φιλιά. Μέχρι που τα μάτια του μόνο ουρανό έβλεπαν. Το στοιχειό της συνείδησης είχε τα ρούχα της κορυφής, όπου και ήταν η φυλακή των Γηραιών. Τα κορμιά πάνω του δεν τον άφηναν να κουνηθεί, οι μυρωδιές από το τραπέζι τον τράβαγαν, και η γεύση του κρασιού από τα στόματα των γυναικών του μέθαγαν το μυαλό και η κορυφή εκεί. Τινάχτηκε. Τα κορμιά έπεσαν από πάνω του και το μυαλό του καθάρισε.
Θα τα κατάφερνε; Σαν σε όνειρο ο χρόνος άρχισε να τρέχει, με ότι είχε απομείνει πάνω του έτρεχε προς την κορφή. Λίγο πριν αγγίξουν τα πόδια του το τελευταίο σκαλοπάτι ο Φύλακας του Καιρού τον σταμάτησε – πες μου ξένε, γιατί ήρθες εδώ, το θέλω ή το πρέπει σου σε οδήγησε; Η απάντηση ήταν άμεση και ξεκάθαρη, - η χώρα που με γέννησε κινδυνεύει να χαθεί και μαζί με αυτή όλη της η Ιστορία, εσύ λοιπόν τι λες; - Νεαρέ σκεφτόσουν το ίδιο όταν χαϊδευόσουν με τις Μαινάδες; Λοιπόν πες τη σωστή λέξη για να σε αφήσω, το θέλω ή το πρέπει σου σε οδήγησε; - Φύλακα είσαι σοφός και υποκλίνομαι στη Γνώση σου, αλλά θα πάρεις την απάντηση που σου αρμόζει, το Πρέπει των προγόνων μου και το Θέλω του μέλλοντος με έφεραν εδώ και θέλω να περάσω. Θα με αφήσεις ή θα αναγκαστώ να σε σκοτώσω;

Ο Φύλακας απλά έκανε στην άκρη, το κελί που φύλαγε τους εφτά Γηραιούς ήταν σκοτεινό και υγρό, η βαριά πόρτα τρίζοντας άφησε να φανεί όλη η μαγεία της Γνώσης που κρατούσε κλεισμένη για εφτά χρόνια. Φως ξαφνικά έμπαινε από παντού, λες και τον περίμεναν. Ο δρόμος για το γυρισμό δύσκολος και άσχημος. Ήξεραν δεν χρειαζόταν να τους πει κάτι παραπάνω, η προφητεία το έλεγε καθαρά, θα ξανάβγαιναν από το κελί μόνο για … « Να επιστραφεί αυτό που κρύφτηκε ψηλά μαζί με τη Γυναίκα που διώχθηκε μακριά» είχε μείνει λίγος χρόνος, μετάνιωνε που άργησε, μετάνιωνε που δεν είχε καταλάβει νωρίτερα, μετάνιωνε που έχασε τόσο χρόνο.

Και να που έφτασαν, τους άφησε και έφυγε, ελεύθεροι πια, έπρεπε να τελειώσουν το έργο τους, αυτό που είχαν αφήσει στη μέση από την εποχή που οι άνθρωποι βρήκαν τη μιλιά τους και έπαψαν επικοινωνούσαν με το μυαλό και τα μάτια, την εποχή που οι Θεοί σταμάτησαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στη Γη, οι Μύστες αποφάσισαν πως από το μέρος της Ανδρομέδας, όπου ήταν φυλαγμένο, έπρεπε να επιστρέψει ο Κρύσταλλος και να γυρίσει και η Γυναίκα που τον δάμαζε.

Οι ικεσίες κράτησαν ώρες, λόγια συγνώμης για την αγνωμοσύνη των Ανθρώπων, δάκρυα λύτρωσης για ότι έγινε και ότι θα ακολουθήσει στο χάσιμο του χρόνου για αιώνες, εκεί λίγο το χάραμα άνοιξε η Πύλη επιτέλους. Από το φιλόξενο άστρο της Ανδρομέδας η φωτεινή λωρίδα έφτανε μέχρι την ακρογιαλιά και σαν μωρό που είναι στα σπάργανα ο κρύσταλλος ακούμπησε μπροστά τους. Χαρά γέμισε τους Μύστες, το έπιασαν σιγά, ευλαβικά και τον ακούμπησαν στη μεριά που ήταν όταν έφυγε. Η μέρα ξημέρωνε αργά, όμως έπρεπε να προλάβουν πριν γίνει μεσημέρι. Οι προσευχές έβγαιναν από άλαλα χείλη, βουβός πόνος για την συγχώρεση της Γυναίκας, η θάλασσα φούσκωνε αλλά η γυναίκα πουθενά. Ο κρύσταλλος φώτιζε όλο και περισσότερο για να δείξει το δρόμο αλλά τίποτε. Τα κύματα απαλά άρχισαν το τραγούδι τους, ο Θεός της θάλασσας παρακαλούσε τη Γυναίκα να βγει από το καβούκι που είχε κλειστεί , φως και δάκρυα, προσευχές και ικεσίες.

Το στήθος του στοιχειού φούσκωσε και έσπρωξε απαλά τη Γυναίκα και την έβγαλε από το κελί. Με μιας άνοιξε και χωρίστηκε ο πυθμένας και γη σχημάτισε για να περπατήσει η Δαμάστρια του Κρυστάλλου.

Από την άλλη ο τελευταίος Βασιλιάς από τη χώρα των ηρώων αδημονούσε. Τρέχοντας κατέβηκε στην ακρογιαλιά και είδε μπροστά του το Θαύμα. Τα νερά είχαν χωριστεί και από το βάθος μια πανέμορφη γυναίκα λουσμένη με το φως της μέρας πλησίαζε τους Μύστες, στάθηκε μπροστά τους αγέρωχη και τους διέταξε να της φέρουν το Κρύσταλλο. Αφού υποκλίθηκαν της φίλησαν τα χέρια και τα πόδια και της παρέδωσαν την Ιερή Πέτρα.

Γυναίκα και Κρύσταλλος έγιναν ένα μετά από χρόνια αποχωρισμού. Ενέργειες και χρώματα εκλύονταν από την Ιερή Ένωση, ο Βασιλιάς σίγουρος πια για την έκβαση στάθηκε μπροστά της και δάκρυα Λύτρωσης έτρεχαν από τα μάτια του. Την ευχαριστούσε για το έλεος που έδειξε και ξαναγύρισε, υποσχέθηκε πως ποτέ πια δεν θα αμφισβητήσει τη σοφία της εποχής και την αγάπη των ανθρώπων για το νόημα της γνώσης. Μια απλή φράση βγήκε από το στόμα της.


- Τα Πρέπει των Προγόνων σου και τα Θέλω του Μέλλοντός σου με γύρισαν πίσω και δεν θα ξαναφύγω.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα