Παρασκευή, Νοεμβρίου 29, 2013

Νάντη μια γυναίκα της διπλανής πόρτας...





Είμαι η Νάντη μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας πια, μένω σε μια όμορφη περιοχή της Αθήνας, έχασα τον άνδρα μου πριν 5 χρόνια και πριν λίγο καιρό διαγνώστηκα με καρκίνο, δεν ξέρω πόσος καιρός μου μένει αλλά θέλω να μιλήσω σε κάποιον καλύτερα σε σένα που μου είσαι άγνωστη παρά σε οποιονδήποτε άλλο .

Στην δεκαετία του 50 γνώρισα τον άνδρα μου και μετά από λίγο καιρό έμεινε μαζί μου. Φαντάσου πως ήταν για εκείνη την εποχή να μένουμε κάτω από την ίδια στέγη όντας ανύπαντροι, με τους γονείς μου δίπλα μας αλλά αρραβωνιασμένοι. Μετά πό λίγο καιρό έμεινα έγκυος και έτσι παντρευτήκαμε. Ξέχασα να σου πω πως είμαι μοναχοπαίδι έτσι είχα συνηθίσει να τα είχα όλα σε πρώτο πλάνο έτσι η ιδέα της μεγάλης οικογένειας με πολλά παιδιά δεν με άφηνε αδιάφορη, τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω. Από παιδί με θυμάμαι να καταπιάνομαι με διάφορα πράγματα και να τα αφήνω μισά, τίποτε και ποτέ δεν ολοκλήρωνα, δεν ξέρω γιατί, αλλά ενώ στην αρχή ενθουσιαζόμουν μετά από λίγο μου πέρναγε. Το πρώτο μου παιδί ήταν μια κόρη η οποία έζησε 40 μέρες και μετά την χάσαμε. Ήταν μεγάλο χαστούκι για μένα, ένα κορίτσι στα 19 να χάσω έτσι το πρώτο μου παιδί. Οι γιατροί είπαν πως έπαθα νευρικό κλονισμό και πως ένα παιδί αν ερχόταν γρήγορα θα ήταν βάλσαμο για την λαβωμένη μου ψυχή. Έτσι μετά από λίγο καιρό ήρθε ο πρώτος μου γιος. Ο άνδρας μου ήταν ευτυχισμένος και εγώ το ίδιο. Πολύ γρήγορα ήρθε και ο δεύτερος γιος μου, με διαφορά 13 μηνών, σαν δίδυμα ήταν. Έτσι ο ένας πήρε το όνομα του πατέρα μου και ο άλλος του πατέρα του άνδρα μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι πάντα έλειπε από αυτή την «ευτυχισμένη οικογένεια», πάντα κάτι έχασκε και έμενε μισό. Δεν μπορούσα να χαρώ αυτή ζωή. Έβρισκα πάντα τρόπους να απομονώνομαι και να λέω τα δικά μου. Οι φίλες μου με έλεγαν αχάριστη και πως θα μετανιώσω κάποια στιγμή για τον τρόπο που φέρομαι. Η στάση μου πάντα σε όλα ήταν επιθετικά αμυντική, προσπαθώντας να ρίξω το φταίξιμο στους άλλους που δεν καταλαβαίνουν και σε κανένα άλλο. Μα γιατί δεν καταλάβαινε κανένας;;;

Ο άνδρας μου ήταν αυτοδημιούργητος, ότι έκανε το έκανε μόνος του, προσπάθησε πολύ να με κάνει ευτυχισμένη αλλά εγώ δεν μπορούσα, πάντα κάτι με κράταγε. Ήθελα να μου φέρονται σα να είμαι μόνο εγώ και καμία άλλη, να μην είναι κανείς πάνω από μένα ούτε καν τα παιδιά μου, έτσι εφεύρισκα διάφορους τρόπους για να είμαι στο επίκεντρο.

Πάλεψε πολύ μόνος του, τώρα το καταλαβαίνω, εγώ δεν ήμουν ποτέ πλάι του ή αν ήμουν πάντα θα έβλεπα την αρνητική πλευρά των πραγμάτων. Δεν μου άρεσε που δούλευα, αλλά έπρεπε, δεν μου άρεσε που μου μεγάλωνε τα παιδιά η μάνα μου αλλά έπρεπε. Έτσι κύλησαν κάποια χρόνια μέχρις ότου ήρθε η πρώτη ρήξη του άνδρα μου με τους δικούς μου, ήθελε το πατρικό μου να το δώσουμε αντιπαροχή να γίνει πολυκατοικία, να έχουν τα παιδιά από ένα σπίτι, έτσι μου έλεγε. Δεν τον στήριξα ούτε εκεί, προτίμησα να παραμείνω σιωπηλή και εν μέρει να σιγοντάρω τους δικούς μου. Εκείνος το προσπέρασε και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, αλλά απέναντί τους ήταν άψογος. Μερικές φορές που μου το συζητούσε δεν ήθελα να ακούσω, όχι για κάποιο λόγο απλά δεν ήθελα να ακούσω.

Κάπου κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 60 άρχισα να παίρνω αντισυλληπτικά γιατί δεν θέλαμε άλλο παιδί και είχα κάνει ήδη τρεις εκτρώσεις και πάνω που είχαμε λύσει αυτό το θέμα και εγώ συνέχιζα να παίρνω τα χάπια μένω έγκυος. Με έπιασε πανικός δεν το ήθελα, πήγα στο γιατρό ήμουν ήδη 5 μηνών και δεν αναλάμβανε να μου κάνει και άλλη επέμβαση. Έτσι ήρθε στον κόσμο το τρίτο μου παιδί η κόρη μου έγιναν οι απαραίτητες τότε γνωστές εξετάσεις για να δούμε μήπως είχε επηρεαστεί από τα χάπια που έπαιρνα και είδαμε πως ήταν απόλυτα υγιής. Το είδα σαν ανταπόδοση από το Θεό, αφού μου στέρησε την πρώτη μου κόρη τώρα μου δίνει μια άλλη. Όταν γυρίσαμε σπίτι από το μαιευτήριο το παιδί κόλλησε κοκίτη από ένα παιδάκι που είχε έρθει και κόντεψε να πεθάνει. Όλοι οι δικοί μου έπεσαν πάνω της, τα αγόρια έκλαιγαν πάνω από το κεφαλάκι της, ο άνδρας μου θυμάμαι ένα βράδυ είπε καθώς την κοίταγε – Δεν θα φύγεις, εσύ δεν θα φύγεις. Όλοι έλεγαν πως πρέπει να το πάμε στο Νοσοκομείο, ο παιδίατρος που είχαμε σε μια του επίσκεψη μας είπε πως το παιδί είναι έτοιμο να πεθάνει και να το αφήσουμε να ησυχάσει πια. Ο άνδρας μου τον πέταξε έξω από το σπίτι και σε λίγες ώρες ήταν μαζί μας ένας καθηγητής Παιδιατρικής, τον θυμάμαι να τον κοιτάω να μιλάει με την μάνα μου και τον άνδρα μου – το παιδί θα σωθεί μου είπαν και οι τρεις, θα με πιστέψεις αν σου πω πως εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε; Αυτό το παιδί δεν το ήθελα, από κοιλιά δεν το ήθελα. Το παιδί έζησε τελικά, μικρή μου δεν με θήλασε καθόλου δεν με ήθελε.


Άρχισα πλέον να βλέπω τα πράγματα περισσότερο παρατηρητικά παρά ουσιαστικά. Άρχισα πάλι να δουλεύω και απλά να παρατηρώ τα τρία μου παιδιά να μεγαλώνουν. Ήθελα να είναι στην τρίχα πάντα ντυμένα και καθαρά γιατί με ένοιαζε πολύ τι θα πει η γειτονιά και ο κόσμος εν γένει. Για μένα τα παιδιά και ο άνδρας μου ήταν ο καθρέφτης μου, με τα αγόρια τα κατάφερνα η μικρή όμως ήταν πολύ δύσκολο παιδί. Την θυμάμαι 4 ετών να μου λέει - εγώ αυτά τα κουρέλια δεν τα βάζω που μου δίνεις, θα βάλω ότι θέλω εγώ και όχι εσύ. Εκείνο το καλοκαίρι μας λαχτάρησε ακόμα μια φορά. Της είχαμε βγάλει τα κάγκελα της κούνιας και τα είχαμε βάλει πάνω στην ταράτσα, εκείνη ανέβηκε πάνω πήρε τα κάγκελα τα έβαλε στο στηθαίο και έκανε τραμπάλα την πήρε το βάρος και έπεσε στην αυλή του διπλανού σπιτιού. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε αν και το ύψος ήταν αρκετό για την ηλικία της, κάπου στα 2 μέτρα, ήταν τυχερή όμως έπεσε μέσα σε ένα βαρέλι από γαρδένιες και έτσι σώθηκε. Θυμάμαι πως την χτύπησα πολύ εκείνη την ημέρα και όσο δεν έκλαιγε και με κοίταγε τόσο την χτυπούσα, θυμάμαι ήρθε ο πατέρας μου, μου άρπαξε το χέρι και μου το γύρισε για να σταματήσω. Ξέρεις τι κατάλαβα τώρα που το σκέφτομαι μετά από τόσα χρόνια; Ήταν κοινά τα συναισθήματα τα δικά μου και της μικρής, ούτε εγώ την ήθελα ούτε εκείνη. Ήθελα να είμαι η μαμά αυτή που θα αγκαλιάζει τα παιδιά της τρυφερά αλλά δεν μπορούσα να το κάνω, πάντα κάτι με κράταγε. Ήθελα να είμαι η γυναίκα η ερωτευμένη με τον άνδρα της αλλά πάντα κάτι με κράταγε.

Στην δεκαετία του 70 άρχισα να ανακαλύπτω τους πονοκεφάλους, κάθε μέρα πονοκέφαλος, κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Ο άνδρας μου άρχισε να θορυβείτε και συζητούσε έντονα το θέμα του γιατρού. Πανικοβλήθηκα τι θα έλεγα του γιατρού όταν θα έβγαιναν οι εξετάσεις; Πως δεν έχω τίποτε και το κάνω επίτηδες; Κατά ένα περίεργο τρόπο είχα σύμμαχο την μητέρα μου η οποία μέσα στην άγνοιά της εκβίαζε συναισθηματικά τα παιδιά με το να τους λέει πως αν πεθάνω θα μείνουν στο δρόμο έτσι εκείνα μικρά ακόμα μου έκαναν όλα τα χατίρια, το ίδιο και ο άνδρας μου.

Ήταν θείο δώρο για μένα ο θάνατος του πεθερού μου διότι εκεί έπεσα στο κρεβάτι και δεν σηκώθηκα παρά μόνο όταν ο άνδρας μου με έσυρε κυριολεκτικά στο γιατρό.
Οι εξετάσεις έδιναν και έπαιρναν αλλά δεν έβρισκαν τίποτε ήρθε το πρώτο εγκεφαλογράφημα το οποίο βγήκε καθαρό, μου έκαναν υπνοθεραπεία διότι έπασχα και από αϋπνίες και στο τέλος κατέληξαν πως έχω ψυχολογικά προβλήματα και έτσι από το Νοσοκομείο βρέθηκα σπίτι. Θυμάμαι ότι κάθε πρωί ξυπνούσα με τρομερό θυμό για τα πάντα, κατάφερνα όμως να προσαρμόζω την διάθεσή μου ανάλογα με τις ώρες και έτσι να περνάει ο καιρός. Εκεί ήταν που έχασα τελείως την επαφή με την κόρη μου την οποία απλά παρατηρούσα να μεγαλώνει με τη βοήθεια του πατέρα της. Τα αγόρια μου ήταν ήδη μεγαλύτερα και άρχιζαν δειλά – δειλά να φτιάχνουν την ζωή τους η μικρή όμως είχε απομακρυνθεί τελείως από εμένα. Ξέχασα να σου πω πως είχα γεννηθεί με φύσημα στην καρδιά και έτσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο για μένα να αρχίσω να προσποιούμαι καρδιακές κρίσεις. Έτσι μη βρίσκοντας τι έχω άρχισαν οι γιατροί να μου δίνουν καρδιοτονωτικά και κάποιες σταγόνες τις οποίες έπρεπε να τις παίρνω όταν είχα κρίσεις και τις έπαιρνα χωρίς να έχω κάτι. Έχει περάσει καιρός οι γιοι μου είναι ήδη φαντάροι και η μικρή άρχισε να μπαίνει στην εφηβεία, ένα απόγευμα καλοκαιράκι θυμάμαι, έπεσα να πεθάνω από την καρδιά μου για κάτι που ήθελα να γίνει στο σπίτι και δεν γινόταν, η μικρή στωικά και απλά φώναξε τον οικογενειακό μας γιατρό και περίμενε στη βεράντα, ο γιατρός μου είπε – σήκω πάνω δεν έχεις τίποτε . Έφυγε ιδιαίτερα ενοχλημένος και είπε πως ήθελε να μιλήσει με τον άνδρα μου, εκεί όπως ήμουν ξαπλωμένη ήρθε η μικρή να με ρωτήσει τι κάνω της είπα πως είμαι καλά και εκείνη μου είπε. « Όλους μπορείς να τους κοροϊδέψεις, εμένα όχι, ξέρω και ξέρεις πως δεν έχεις τίποτα». Φοβήθηκα πολύ, ο άνδρας μου της είχε πολύ μεγάλη αδυναμία και τόσο εκείνη όσο και ο γιατρός ήταν έτοιμοι να του αποκαλύψουν τα πάντα. Και εντάξει την μικρή ίσως δεν την πίστευε αλλά το γιατρό; Συνέχισα να φέρομαι άσχημα στη μικρή προσπαθώντας να της βάζω συνέχεια τρικλοποδιές και να την διαψεύδω σε ότι και αν έλεγε, σε ότι και να έκανε ή δεν έκανε. Θυμάμαι μια φορά ήταν στα 14 και μου εμπιστεύτηκε κάτι προσωπικό της, το είπα στον άνδρα μου αμέσως και την μάλωσε πολύ άσχημα. Εκείνη χαμογέλασε και γύρισε και μου είπε, - καταλαβαίνεις πως ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που σου εκμυστηρεύτηκα το οτιδήποτε. Χάρηκα που μου το είπε, ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το παιδί, είχε κυριολεκτικά δικό του Θεό και δικό του τρόπο να επικοινωνεί με τον κόσμο, ήταν πολύ άμεση και ευθύς πράγμα που εμένα με εξόργιζε. Δεν είχε σε τίποτα από την γυναικεία πουτανιά, ότι ήθελε το ζήταγε αμέσως και χωρίς πολλά – πολλά.

Τα αγόρια έφυγαν από το σπίτι και η μικρή έμεινε πίσω, από κάπου έπρεπε να γαντζωθώ μιας και τα παιδιά μου τα μεγάλα με είχαν σα βασίλισσα και πιάστηκα πάνω από τη μικρή. Προσπάθησα να την πλησιάσω αλλά εκείνη είχε χτίσει ένα τοίχο γύρω από μένα, έτσι άρχισα να την πληγώνω και να την μειώνω με όποια ευκαιρία, με όποια αφορμή αλλά καμία αντίδραση από εκείνη, τίποτε απολύτως. Μιλούσα στον πατέρα της, του έβαζα λόγια, τον έπαιρνα με το μαλακό εκείνος τίποτε το μόνο που έλεγε ήταν : Άστη τη μικρή μην ασχολείσαι μαζί της.

Πέρασε ο καιρός μεγάλωσε και άνοιξε τα φτερά της, ήταν αυτάρεσκη και αυτόνομη, πήγε σε άλλη πόλη να σπουδάσει, πόσο ζήλεψα, έφυγε από το σπίτι και πήγε να μείνει μόνη της, έφτασα σε σημείο να καταριέμαι την ώρα και την στιγμή που τη γέννησα, τη μισούσα Χριστέ μου πόσο την μισούσα και εγώ έμεινα εδώ μόνη μου με τον άνδρα μου να πρέπει να έρθω αντιμέτωπη με ένα σωρό συμπεριφορές δικές μου και του άνδρα μου.

Έγινα εμμονική με την καθαριότητα και το σπίτι, ζήταγα να φτιαχτούν τα πάντα που δεν μου άρεσαν και ότι δεν γινόταν έπεφτα να πεθάνω. Τα αγόρια μου κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας από εμάς και μας έβλεπαν μια φορά το μήνα. Όποτε έρχονταν έκανα παράπονα, έκλαιγα, έλεγα διάφορα ψέματα μπας και πιάσει κάτι αλλά και εκείνοι πια είχαν δική τους ζωή.

Ένα πρωί ήρθε ο ταχυδρόμος σπίτι και έφερε ένα γράμμα στον άνδρα μου από την μικρή που ούτε λίγο ούτε πολύ του έλεγε πως είχε βρει ένα καθηγητή Ψυχολογίας Ψυχιατρικής και τον παρακαλούσε να με πάει για να δούμε τι συμβαίνει. Το έσκισα και δεν είπα τίποτε. Έτσι ήταν η κόρη μου από μικρή, δημιουργούσε θέματα από το πουθενά. Δεν πέρασα εγώ όλα τα χρόνια της ζωής μου σε ένα γάμο έτσι όπως ήταν και να έρθει τώρα η μικρή να μας πει τι θα κάνουμε!!

Τα Χριστούγεννα ήρθε να μας δει, άλλος άνθρωπος ήταν, στον πατέρα της είχε κάνει δώρο ένα βιβλίο Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εμένα μου έφερε δώρο μια μεταξωτή εσάρπα που της την έδωσα πίσω δεν μου άρεσε καθόλου, θα προτιμούσα να μου έδινε χρήματα να τα κάνω ότι ήθελα εγώ, όπως έκαναν και τα αγόρια μου. Εκεί στο τραπέζι δεν άντεξα και της το είπα, εκείνη ατάραχη χαμογέλασε και μου απάντησε πως δεν έχει ανάγκη να εξαγοράζει κάτι που δεν είχε ποτέ. Θύμωσα τόσο πολύ που έφυγα από το τραπέζι και κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Ακούς εκεί το βρωμοθήλυκο να μου πει κάτι τέτοιο. Το ήξερα πως αυτό το παιδί γεννήθηκε να με ταλαιπωρεί και για να με εκδικηθεί, το γιατί δεν ξέρω.

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα