Τρίτη, Μαΐου 28, 2013




Στο σπίτι του Βώρου επικρατούσε φασαρία από το πρωί οι δούλοι και οι δούλες καθάριζαν και γυάλιζαν τα μάρμαρα σε λίγες ώρες ο γιος του θα έπαιρνε την πρώτη του Μύηση στα Ιερά Μυστήρια,

σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε το σπίτι του μυημένου να είναι πεντακάθαρο από όλες τις ακαθαρσίες, οι καθρέφτες είχαν καθαριστεί πρώτοι και είχαν σκεπαστεί με ένα κόκκινο χοντρό πανί αυτό ήταν το κύριο έθιμο της ιεροτελεστίας, με αυτό τον τρόπο τα είδωλα δεν θα διπλασιάζονταν οπότε ο μυημένος δεν θα κινδύνευε την ώρα της μύησης να μπει μέσα του και κάποιος άλλος, οι αμφορείς έπρεπε να μην ξεχνιούνται άδειοι, να είναι πάντα γεμάτοι και περασμένοι απ’ έξω με λάδι κέδρου, μόνο ένας από τους δούλος ήταν υπεύθυνος για το γέμισμα και το κέρασμα.

Από την άλλη τα ρούχα του μυημένου έπρεπε να τα έχει επιμεληθεί δούλα παρθένα και χωρίς έμμηνο ρήση, αν τύχαινε αυτό κατά την διάρκεια της μύησης που ο μυημένος θα έπινε υποχρεωτικά από τον Κέρανο το αίμα της Ιερής Μύησης τότε ο Μυσταγωγός θα ξερνούσε όλο του το αίμα και θα πέθαινε με μιας οπότε θα έπαιρνε μαζί του και τον μυημένο.

Την καθαριότητα του σώματός του έπρεπε να την επιμεληθεί ο ίδιος του ο πατέρας, επιτρεπόταν μόνο στον «δίαυλο» να τον πλύνει για πρώτη και για τελευταία φορά.

Το φαγητό έπρεπε να είναι συγκεκριμένο για το τέλος της Μύησης, Πρασαία - δηλαδή  Λάχανο, ρόκα, σέλινο, σπαράγγια, αβγά, κουκουνάρια, καρύδια, βολβοί, σταφίδες και ρόδια. Κρεωκάκκαβος- δηλαδή πανσέτα χοιρινού με γλυκόξινη σάλτσα από μέλι, θυμάρι, ξίδι και πουρέ οσπρίων. Ενώ το γλυκό το οποίο θα το έφτιαχνε η μητέρα του Μυημένου, μελιτώματα-γλυκίσματα για το τέλος, όπως "ακρόδρυα παντανάμικτα" (ποικιλία ξηρών καρπών δαμάσκηνα, ξερά σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, χουρμάδες, φιστίκια με μέλι αττικό με ή χωρίς γιαούρτι) ή "σταιτίτας πλακούς" (είδος κρέπας από ζυμάρι και μέλι). Το μέλι θα έπρεπε να είναι από μελίσσια που θα τα έχει περιποιηθεί ο Μυημένος, για αυτό και όταν ο πατέρας έβλεπε πως ο γιος από μικρή ηλικία ετοιμαζόταν  να  διαπρέψει  στα Ιερά Μυστήρια των Αθηνών τότε αγόραζε μια έκταση την οποία και την γέμιζε με μελίσσια και άφηνε στην αποκλειστική περιποίηση στο γιο. Από αυτό θα έτρωγαν όλοι από τον Ιεροφάντη μέχρι τους Μάρτυρες.

 

 

Στα Ιερά Μυστήρια της Αθήνας οι Μάρτυρες ήταν υποχρεωτικοί ο αριθμός έπρεπε να είναι μονός όχι όμως λιγότεροι από εφτά και όχι περισσότεροι από δεκαπέντε. Το καθήκον τους ήταν να χωριστούν σε ομάδες μετά την Μύηση και να το πουν σε όλη την Αττική πως κάποιος διέπρεψε και τελικά πέρασε τα στάδια της μύησης εξιστορώντας όλο του το βίο.

Το κύριο μέρος του Μυστηρίου τελούταν στον αύλιο χώρο του σπιτιού του μυημένου, έπρεπε να είναι κυκλικός και στην μέση να υπάρχει ένα οποιοδήποτε δέντρο και να απέχει δέκα βήματα από  πηγάδι, το δάπεδο να είναι πρόσφατα σκαμμένο και όχι στρωμένο με πλάκες ή μάρμαρο, όλα τα ρούχα να είναι πλυμένα και καθαρά από την προηγούμενη, στα γύρω δέντρα θα κρεμούσαν κουρτίνες τις οποίες και θα τις άνοιγαν κατά την διάρκεια του όρκου για να μην βλέπουν αλλά μόνο να ακούν οι δούλοι.

Στα τέσσερα νοητά σημεία του ορίζοντα του σπιτιού ξεκινώντας πάντα από την Ανατολική πλευρά θα έπρεπε να τοποθετηθούν πέτρες από το Ιερό που ο «δίαυλος» πήρε τον χρησμό πως θα φέρει στον κόσμο γιο, στην Δυτική πλευρά έμπαινε πάντα η γάζα την οποία είχε κρατήσει η μάνα τον  ομφάλιο λώρο την μέρα της γέννησης, μαζί με σπόρους από κάρδαμο και φύλλα ελιάς,  Βόρεια θα έμπαιναν τα μαλλιά που θα έκοβαν του μυημένου με φύλλα από κόκκινη τριανταφυλλιά στην οποία πριν είχε εξομολογηθεί όλη η οικογένεια, ενώ την Νότια πλευρά θα έμπαινε ένα κομμάτι από το δέρμα του μυημένου μέσα σε ένα ειδικό μπουκαλάκι με ένα υγρό το οποίο και χρησιμοποιούσαν οι γιατροί για να διατηρούν τους πεθαμένους μέχρι να αποτεφρωθούν. Για αυτό και είχαν τοποθετηθεί ειδικά κιούπια εδώ και εννέα μέρες πλυμένα με νερό από την θάλασσα.

Ο μυημένος υποχρεωτικά δεν θα έπρεπε να είχε γίνει πατέρας τα προηγούμενα εννέα καινούργια φεγγάρια, αλλά ούτε και για τα επόμενα εννέα καινούργια φεγγάρια ενώ για εννέα μέρες θα έπρεπε να είναι σιωπηλός, η κορδέλα που θα φορούσε στο κεφάλι του θα έπρεπε να είναι λινή από λινάρι ακριβό και περασμένη μέσα από έλαιο κέδρου και σφένδαμου.

Περήφανος ο Βώρος καμάρωνε για το γιο του, ο χρησμός που είχε πάρει πριν ακόμα μπει στη μήτρα της μητέρας του ήταν σαφείς «Δεν θα το διαλέξεις εσύ! Ο γιος σου θα το θελήσει, εσύ δεν θα φοβηθείς, όμως πριν το τέλος πικρά θα πληγωθείς» ήξερε πως θα πληγωνόταν πολύ γιατί μετά την αποψινή μύηση θα έπρεπε και αυτός να πάει στην Κρήτη και ίσως να μην γύριζε ποτέ ξανά στην Αθήνα για αυτό και είχε ετοιμάσει τα πράγματά του κρυφά και τα είχε στείλει ήδη στο Πέρασμα όπου τον περίμενε ο καλός του φίλος ο πλοίαρχος.

 

 

Ήταν όλα έτοιμα, οι κουρτίνες είχαν κλειστεί και ο γιος του περπατούσε αγέρωχα προς τη Μοίρα του, οι Ιερείς άρχισαν τις ψαλμωδίες με τα ιερά λόγια, κανείς δεν είχε προσέξει το πουλί που ήταν πάνω στη ροδιά γιατί αν κάποιος το είχε δει θα σκεφτόταν πως τα πουλιά την νύχτα κουρνιάζουν και δεν είναι ξύπνια, την ώρα που ο γιος στεκόταν στο κέντρο του κήπου τότε το πουλί πέταξε προς το μέρος του, το ράμφος του μεγάλωσε τόσο που έμοιαζε με ξίφος. Εκείνη την στιγμή με μια κίνηση τον κάρφωσε στο στήθος στο μέρος της καρδιάς, άνοιξε το ράμφος όπως οι μανάδες για να ταΐσουν τα μωρά στην φωλιά και του ενστάλαξε δηλητήριο.

Ο γιος του Βώρου έπεσε νεκρός το κορμί του έγινε χίλια κομμάτια, κομμάτια γυαλί. Το πτηνό αφήνιασε μεταμορφώθηκε έγινε τεράστιο, τα φτερά του ενώνονταν με τα πίσω πόδια με μια μεμβράνη το κεφάλι του μακρόστενο και πάνω στο κρανίο φάνηκε κάτι που έμοιαζε με κράνος, στο ράμφος φάνηκαν δόντια  πέταγε και έκραζε σε όλες τις νοητές μεριές και κατέστρεφε τα πάντα, πέταγε τα κιούπια, έσκιζε τις κουρτίνες και έκραζε, έμοιαζε με θρήνο αλλά ταυτόχρονα έκραζε και το θάνατο τόσο δυνατά λες και ήθελε να ακουστεί παντού.

Σιωπή, μια αποκρουστική σιωπή, σε κλάσματα του χρόνου η ζωή του Βώρου πέρασε μπροστά από τα μάτια του, η γυναίκα του, ο γάμος, ο χρησμός, η γέννηση, ο θάνατος του γιου του όλα αυτά μονομιάς. Το πουλί αφού τέλειωσε το καταστρεπτικό του έργο πήγε και στάθηκε μπροστά στο Βώρο, το στόμα του έσταζε σάλια και αίμα  -όμως πριν το τέλος πικρά θα πληγωθείς- του σύριξε σαν φίδι, δεν είναι ο χρησμός Βώρο, συνέχισε, είναι το λάθος που έκανες, το λάθος που κάνουν όλοι οι θνητοί, ότι έκρυψες το πλήρωσες, ότι κρύβεις θα συνεχίσεις να το πληρώνεις. Σήκωσε το κεφάλι του και έκραξε πάλι, τότε με ένα πέταγμα μόνο μπήκε μέσα στο σπίτι είδε την γυναίκα του Βώρου να κλαίει και να χαράζει με τα νύχια της το πρόσωπό της από τον πόνο, στάθηκε κοντά της, ο πόνος της έγινε πανικός έτρεχε σε όλο το δωμάτιο από την μια άκρη στην άλλη τα μάτια του πτηνού ήταν συνέχεια πάνω της με δυνατή φωνή την διέταξε να πάει κοντά, εκείνη σαν υπνωτισμένη υπάκουσε στάθηκε μπροστά του υποκλίθηκε λες και αναγνώριζε κάτι το ιερό. Μετά από λίγο σηκώθηκε κινήθηκε προς την αυλή πίσω της κρατούσε ένα μαχαίρι, πλησίασε τον άντρα της και με μια κίνηση τον έπιασε από το κεφάλι και πέρασε το μαχαίρι στο λαιμό του.

-     Πρέπει να πεθάνεις όπως πέθανε και ο γιός μου,

Με την ίδια φωνή του πτηνού και τον ίδιο συριγμό η γυναίκα προσπαθούσε να του κόψει το λαιμό, οι μάρτυρες που παρακολουθούσαν τη σκηνή έπεσαν πάνω της προσπαθώντας να την απομακρύνουν μάταια ήταν αδύνατον, η δύναμή της ήταν τόση όσο και τεσσάρων ανδρών μαζί ο ένας από τους μάρτυρες παρακολουθούσε και  την στιγμή που πάλευε η γυναίκα και η πλάτη της ήταν ακάλυπτη, τότε την έπιασε και της έστριψε το λαιμό ένας απλός ήχος σαν κάτι να σπάει και η γυναίκα έπεσε νεκρή.

Ο Βώρος είχε πέσει στα γόνατα μπροστά του ο γιος του και η γυναίκα του νεκροί, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό μια δυνατή κραυγή βγήκε από μέσα του, έσκυψε και αγκάλιασε τα άψυχα κορμιά

-     Αγάπες της ζωής μου, ιδανικοί μου σύντροφοι, πώς να σας αφήσω να μου φύγετε στον Άδη να χαρίσετε δυο ζωές ακόμα;!

 

-     Αγάπες μου αληθινές οίστροι της ψυχής μου, μακάρι να μπορούσα το στόμα και την ψυχή να ανοίξω και, από δω που είμαι την αλήθεια να σας πω, πλήθυνε ο εχθρός μάτια μου και σέρνεται εδώ γύρω. Μοίρα μου άτροπη, Μοίρα μου παντογνώστρια, άνθρωπος ντύθηκες κρυφά και δεν σε ξεχωρίζω, πώς να μιλήσω ο θνητός χωρίς το νου να βλάψω;! και της αλήθειας τον καρπό γλυκά να σας ταΐσω! Μοίρα μου άτροπη, Μοίρα μου παντογνώστρια πώς να εξηγήσω θαύματα και Ιερουργίες πώς να μιλήσω για σπορές και για δημιουργίες, δύσκολο έργο μου δόθηκε.

Ένας μάρτυρας τον αγκάλιασε – σύχασε Βώρε, βαρύ το τίμημα που πρέπει να πληρώσεις, του ψιθύρισε, όμως εγώ και ο Τέμων είμαστε εδώ να βοηθήσουμε, σύχασε συνοδοιπόρε και σήκω πρέπει να ετοιμάσουμε την τελετή.

Η μέρα που ξημέρωσε βρήκε το Βώρο στην περιοχή του Κεραμικού όπου ήταν το νεκροταφείο. Ο χώρος που αγόρασε είχε ήδη διαμορφωθεί ένας υπέροχος θολωτός τάφος χωρισμένος σε τρία μέρη, για την γυναίκα του και τον γιό του είχαν ήδη ετοιμαστεί, το τελευταίο το είχε αφήσει για τον εαυτό του, τα δύο μέρη ήταν δύο κυκλικοί λάκκοι, μέσα ήταν σκαμμένοι  μικρότεροι λάκκοι όπου και θα τοποθετούσαν τις τεφροδόχους  μετά την καύση.                                          

Το μνημείο ήταν στραμμένο στην Ανατολή, τα παράθυρα ήταν στα τέσσερα σημεία σε σχήμα κυκλικό με τζάμια στα χρώματα των σημείων, γκρίζο για τον Βορρά που φέρνει πάντα κρύο, βροχή, αέρα, ο Νότος στα χρώματα της γης, καφέ, πράσινο, γαλάζιες ανταύγειες στην Ανατολή, ενώ στη Δύση το χρώμα του χρυσού και της πορφύρας.

Την φροντίδα της ετοιμασίας των νεκρών είχαν γυναίκες την τελευταία μέρα πριν την ταφή τους είχαν μεταφέρει σε ένα χώρο κοντά στο τάφο όπου εκεί τον πρωί της ταφής θα έλουζαν και θα άλειφαν με λάδι τους νεκρούς. Τα ρούχα που είχε φέρει ο Βώρος ήταν αρχοντικά όπως τους άρμοζε, τα λουλούδια ήταν από τον κήπο τους τα αγαπημένα της γυναίκας του κρίνοι μυρωμένοι σε χρώματα κίτρινα, κόκκινα, μενεξεδί και ροζ. Μεταξωτές κορδέλες σε άσπρο, γαλάζιο και μωβ χρώμα για να δεθούν στις κλίνες. Τα σώματα τοποθετήθηκαν και ξεκίνησε η διαδικασία της καύσης, πρώτα τοποθετήθηκε η γυναίκα, το σώμα και τα η κλίνη λούστηκαν με ειδικό λάδι η φλόγα έκαιγε στη δάδα που κρατούσε ο Βώρος, πριν την τελική διαδικασία έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο.

Κατά την διάρκεια της ολοκλήρωσης άρχισε και η διαδικασία καύσης του γιού του, εκεί εμφανίστηκε μια κοπέλα ντυμένη με ένα μαύρο χιτώνα, ξυπόλητη, το δέρμα της ήταν κάτασπρο, τα μαλλιά της μαύρα και αλειμμένα με το ίδιο λάδι που είχαν αλειφθεί και τα σώματα, στα χέρια της κρατούσε μια πήλινη κούπα που μέσα έκαιγε η φωτιά που θα καιγόταν ο γιός του Βώρου.

Περπατούσε αργά με το κεφάλι σκυμμένο δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, έφτασε κοντά  στο άψυχο σώμα και άρχισε να μιλάει:

    Γεννήθηκα, ω θεά με τα γαλανά μάτια, από γονείς βάρβαρους. Απ’ τους καλούς και ενάρετους Χιμμερίους, που κατοικούν στις όχθες μιας θάλασσας σκοτεινής, που βράχια τις περικλείνουν και οι τρικυμίες πάντα τις κτυπούν. Γνωρίζουν μόλις τον ήλιο.  Αντί λουλούδια έχουν τα θαλασσινό φυτά, τα φύκια και τα χρωματιστά κοχύλια, που βρίσκουν στα βάθη των έρημων μυχών. Τα σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους δίχως χρώμα, και η χαρά είναι λίγο θλιβερή εκεί  αλλά , πηγές από κρύα νερά αναβλύζουν απ’ τα βράχια και τα μάτια που έχουν οι νέες κοπέλες είναι σαν κι εκείνες τις πράσινες πηγές, όπου, πάνω σε φόντο από χόρτα κυματιστά καθρεφτίζεται ο ουρανός.

Οι πρόγονοί μου, όσο μακριά και αν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, ήταν αφοσιωμένοι στα μακρινά θαλασσινά ταξίδια, μέσα σε θάλασσες που οι ταξιδιώτες σου γνώρισαν.  Άκουσα, όταν ήμουν νέα, τραγούδια για ταξίδια πολικά, με νανούρισαν οι αναμνήσεις για πλεούμενους πάγους, για θάλασσες γεμάτες καταχνιά, που ήταν ολόιδιες με το γάλα, για νησιά που κατοικούσαν μόνο πουλιά, που κελαηδούσαν στην ώρα τους και που σαν ξανάρχιζαν ομαδικά το πέταγμά τους, σκοτείνιαζαν τον ουρανό.

Μερικοί ιερείς της λατρείας σου , που είχε φθάσει άλλοι από τον Σείριο και άλλοι από τη Σελήνη, παιδιά των Αργοναυτών,  Ω! Θεά Ναι ανέλαβαν το χρέος να με σπουδάσουν. Οι ιερείς αυτοί ήταν σοφοί και μύστες. Με δίδαξαν μεγάλες ιστορίες για τον Κρόνο, που δημιούργησε καθώς λένε τον κόσμο και για τον γιό του τον πατέρα σου, που καθώς λένε, πραγματοποίησε ένα ταξίδι επάνω από γη και είδε τούτο το μέρος το ζηλευτό και τόπο του το έκανε. Οι ναοί τους είναι τρεις φορές πιο ψηλοί σαν το δικό σου, ω Ευρυθμία κι ακριβώς όμοιοι με δάση μονάχα που δεν είναι γέροι γκρεμίζονται, κατρακυλάνε σε  ερείπια έπειτα από πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια είναι φαντασίες βαρβάρων, που νόμισαν πως μπορούν να κάνουν κάτι καλό έξω από τους κανόνες που χάραξες εσύ στους εμπνευσμένους σου, ω Λογική. Όμως αυτοί οι ναοί μου άρεσαν δεν είχα ακόμη μελετήσει τη δική σου θεία τέχνη, εύρισκα εκεί μέσα τον Θεό. Έψαλλαν εκεί μέσα ύμνους που ακόμα τους θυμάμαι: «Χαίρε, ώ άστρο της θάλασσας, …  βασίλισσα εκείνων που βογκάνε πάνω σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων», ή ακόμα: «Ρόδο μυστικό, φιλντισένιε  Πύργε, Άστρο του…  πρωινού».

Άκουσέ με, ώ Θεά  όταν τους θυμάμαι αυτούς τους ύμνους, λιώνει η καρδιά μου, γίνομαι σχεδόν αποστάτης. Συγχώρεσέ με για την κενότητα αυτή δεν μπορείς να φανταστείς τη γοητεία που οι βάρβαροι μάγοι έβαλαν μέσα σ’ αυτούς τους στίχους και πόσο με βαραίνει ν’ ακολουθώ ολόγυμνη την λογική.

Κι έπειτα αν ήξερες, πόσο δύσκολο έχει γίνει να σε υπηρετούμε! Η κάθε ευγένεια έχει εξαφανιστεί. Οι Σκέρθιοι  έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Δεν υπάρχει πια δημοκρατία από ανθρώπους ελεύθερους τώρα υπάρχουν μονάχα βασιλιάδες που κατάγονται από αίμα βαρύ, κάτι μεγαλειότητες, που γι’ αυτές εσύ θα χαμογελούσες. Κάτι δυσκίνητοι Υπερβόρειοι αποκαλούν ελαφρούς αυτούς που σε υπηρετούνε…  Μια Παμβοιωτία φοβερή, μια συμμαχία από όλες, απλώνει πάνω στον κόσμο ένα κάλυμμα χρυσό που εμείς ασφυκτιούμε κάτω απ’ αυτό.

Ακόμα κι αυτοί που σε τιμούν, πόσο θα πρέπει να σου προκαλούν τον οίκτο!  Θυμάσαι εκείνο τον Καλυδώνιο, που πριν από πενήντα χρόνια, κομμάτιασε τον Ναό σου με σφυριές για να σε μεταφέρει στη Θούλη; Το ίδιο κάνουν όλοι…  Έγραψα, σύμφωνα με μερικούς απ’ τους κανόνες που αγαπάς, ω Θεονόη, την ζωή του νέου θεού που υπηρέτησα στα παιδικά μου χρόνια εκείνοι με μεταχειρίζονται σαν έναν Εφήμερο  μου γράφουν για να με ρωτήσουν ποιον σκοπό έχω βάλει μπροστά μου εκτιμούν μονάχα εκείνο που χρησιμεύει για να κάνει να καρποφορήσουν οι χρησμοί. Και γιατί γράφει κανείς την ζωή των θεών ω ουρανέ! Αποκλειστικά και μόνο για να κάνουν ν’ αγαπηθεί το θείο, που υπήρξε μέσα τους, και για ν’ αποδείξουν πως το θείο ζει ακόμα και θα ζει αιώνια στην καρδιά της ανθρωπότητας.

Την θυμάμαι βέβαια εκείνη την ημέρα, μέσα στο αρχοντικό του Διονυσιόδωρου, όπου ένας δύσμορφος μικρόσωμος Χιμμέριος, που μιλούσε παραφθαρμένα ελληνικά των βέβηλων, ήρθε εδώ, διέσχισε τα Προπύλαιά σου χωρίς να σε νιώσει, διάβασε τις επιγραφές σου ολότελα ανάποδα, και πίστεψε πως βρήκε μέσα στα τείχη σου έναν βωμό αφιερωμένο σ’ έναν θεό, που ίσως θα ήταν ο Άγνωστος Θεός.  Συ μόνη είσαι νέα, ω Κόρη συ μόνη είσαι αγνή, ω Παρθένος συ μόνη είσαι γερή, ω Υγεία συ μόνη είσαι ισχυρή, ω Νίκη έχεις ότι χρειάζεται γι’  αυτό απ’ τον Άρη, ω Αρεία η ειρήνη είναι ο σκοπός σου, ω Ειρηνική. Νομοθέτις, πηγή δίκαιων νόμων. Δημοκρατία, εσύ, που το θεμελιώδες σου δόγμα είναι πως κάθε αγαθό προέρχεται από το λαό και πως εκεί όπου δεν υπάρχει λαός, για να θρέψει και να εμπνεύσει την μεγαλοφυΐα, δεν υπάρχει τίποτε, μάθε μας να βγάζουμε το διαμάντι μέσα απ τα ακάθαρτα πλήθη. Πρόνοια του Δία, εργάτρια θεία, μητέρα της κάθε εργασίας, προστάτιδα της δουλειάς, ω Εργάνη, συ που δημιουργείς την ευγένεια του πολιτισμένου εργάτη και τον τοποθετείς τόσο δυνατό πάνω απ’ τον οκνηρό τον Σκέρθη,  Σοφία, συ που ο Δίας σε γέννησε αφού έσκυψε πρώτα το κεφάλι, αφού πήρε ανάσα βαθειά συ που κατοικείς μέσα στον πατέρα σου, απόλυτα ενωμένη με το δικό του είναι συ που είσαι η συντρόφισσά του και η συνείδησή του. Ενέργεια του Δία, σπινθήρα που ανάβεις και διατηρείς τη φωτιά στους ήρωες και στους ανθρώπους που έχουν μεγαλοφυΐα, κάνε μας να γίνουμε άνθρωποι πνευματικοί, συμπληρωμένοι.

Την ημέρα που οι Αθηναίοι κι οι Ρόδιοι πάλεψαν για την θυσία, εσύ διάλεξες να κατοικήσεις σιμά στους Αθηναίους σα πιότερο σοφούς. Όμως πατέρας σου έβαλε τον Πλούτωνα να κατεβεί μέσα σ ένα χρυσό σύννεφο στην μεγάλη πόλη των Ροδίων, γιατί κι εκείνοι είχαν προσφέρει στην θυγατέρα του μεγάλες τιμητικές θυσίες. Οι Ρόδιοι έγιναν πλούσιοι τότε, οι Αθηναίοι όμως απέκτησαν πνεύμα, δηλαδή την αληθινή χαρά, την παντοτινή ευθυμία, την θεϊκή παιδικότητα της καρδιάς!

Ο κόσμος μόνο τότε θα σωθεί όταν γυρίσει πίσω ξανά σε σένα, όταν λησμονήσει κι αποδιώξει τις βάρβαρές του συνήθειες. Ας τρέξουμε, ας έρθουμε όλοι μαζί.

 

 

 

Πόσο ωραία θα είναι εκείνη η μέρα, όπου όλες οι πόλεις που πήραν κάτι απ’ τα απομεινάρια του Ναού σου: να δώσουν πίσω αυτά που έκλεψαν, ένα καινούριο Ναό να σου χτίσουν και να σε μνημονεύουν στους Αιώνες, για να επανορθώσουν έτσι την αδικία που έκαναν! Θα σχηματίσουν αντιπροσωπείες επίσημες, αποστολές αρχαιολογικές, στα ιερά μέρη της Ελλάδας, για να ξαναδώσουν τα’ αρχαία μνημεία, που τα κρατούν στην κατοχή τους ακόμα λέγοντας: «Θεά συγχώρησέ μας! Τα πήραμε για να τα σώσουμε απ’ τους βάρβαρους, απ’ τα κακά δαιμόνια της νύχτας και θα χτίσουν ξανά τα τείχη σου, με τους ήχους της δικής σου φλογέρας, για να ξεπλύνουν το έγκλημα του ανόσιου Καλυδώνιου, που τα είχε γκρεμίσει.

Θα πάνε έπειτα στην ίδια την Σπάρτη για να καταραστούν τη γη της, που αυτή ήταν η πρωταίτια για τα τρομερά και τα σκοτεινά σφάλματα της ιστορίας, για να τη χλευάσουν να την περιφρονήσουν, γιατί τώρα έσβησε και δεν υπάρχει πια.

Εγώ, πιστή σε σένα, θ’ αντισταθώ στους επικίνδυνους και μοιραίους μου συμβούλους: στον σκεπτικισμό μου, που με κάνει να αμφιβάλω στην ανησυχία που έχει το πνεύμα μου, που κι όταν ακόμα βρεθεί η αλήθεια, αυτό με κάνει να την αναζητάω αδιάκοπα  στην φαντασία μου, που ποτέ της δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω ακόμα κι έπειτα απ’ τη διαπίστωσή της απ’ την ίδια τη λογική.

Ω, Αθηνά Αρχηγέτης, ιδανικό που ο κάθε μεγαλοφυής άνθρωπος το ενσαρκώνει μέσα στ’ αριστουργήματά του, προτιμώ να είμαι ο τελευταία στην πατρίδα σου, παρά να είμαι ο πρώτη οπουδήποτε αλλού. Ναι, θα προσδεθώ στον στυλοβάτη του ναού σου θα λησμονήσω κάθε άλλη πειθαρχία εκτός απ’ τη δική σου, θα γίνω στηλίτης πάνω στις κολόνες σου το κελί μου θα βρίσκεται επάνω στο επιστήλιό σου. Και πιο δύσκολο ακόμα! Για σένα, αν μπορέσω, θα γίνω μισαλλόδοξη, μεροληπτική. Θα μάθω τη γλώσσα σου και θα ξεμάθω όλα τα άλλα. Θα είμαι άδικη για κείνο που δεν ενδιαφέρει εσένα  θα γίνω δούλη  του τελευταίου απ’ τα παιδιά σου. Τους σημερινούς κατοίκους αυτής της γης, που συ έδωσες στον Ερεχθέα, θα τους εγκωμιάσω, θα τους κολακεύσω. Θα προσπαθήσω να αγαπήσω ακόμα και τα ελαττώματά τους θα πείσω τον εαυτό μου, ω Ιππία, ότι κατάγονται απ’ τους ιππείς, που γιορτάζουν εκεί ψηλά, επάνω το ναό σου, την αιώνια γιορτή του. Θ’ αποσπάσω απ’ την καρδιά μου κάθε ευαίσθητη χορδή που δεν είναι τέχνη λογική και καθαρή. Θα παύσω ν’ αγαπάω τις αρρώστιες μου, να ευχαριστιέμαι με τον ίδιο τον πυρετό μου. Υποστήριξε Συ, την σταθερή μου πρόθεση, ω Σωτηρία βοήθησέ με ω Συ, που σώζεις!

Πόσες δυσκολίες προβλέπω, πραγματικά! Πόσες πνευματικές συνήθειες θα πρέπει ν’ αλλάξω! Πόσες χαριτωμένες αναμνήσεις θα πρέπει ν’ αποσπάσω απ’ την καρδιά μου! Θα δοκιμάσω δεν είμαι όμως βέβαιος για τον εαυτό μου.

Αργά σε γνώρισα, ω Απόλυτη ομορφιά.  Θα διαπιστώσεις παλινδρομήσεις και αδυναμίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως μια φιλοσοφία διεστραμμένη μ’ έκανε να πιστέψω πως το καλό και το κακό, η ευχαρίστηση και ο πόνος, η ομορφιά κι η ασχήμια, η λογική κι η τρέλα μεταμορφώνονται οι πρώτες μέσα στις δεύτερες, με παραλλαγές τόσο αγνώριστες, όσο και αυτές που βρίσκονται στο λαιμό του περιστεριού. Το να μην αγαπάς τίποτε, το να μη μισείς τίποτε απολύτως, γίνεται τότε μια σοφία.

Ένα ποτάμι απέραντο λησμονιάς μας παρασέρνει μέσα σ’ ένα ακατονόμαστο βάραθρο. Ω Άβυσσε, είσαι ο μοναδικός Θεός τώρα. Τα δάκρυα όλων είναι δάκρυα αληθινά, τα όνειρα όλων των σοφών περικλείνουν μονάχα ένα μέρος της αλήθειας. Tα πάντα εδώ κάτω είναι σύμβολο και όνειρο.

Θεά Μεγαλόψυχη Εσύ, συγχώρα τούτο τον πατέρα που το παιδί του σκότωσε κυνηγώντας μια ιδέα που ποτέ δεν ήταν δική του αλλά ούτε και θα γίνει. Συγχώρα το γιο που έφυγε, χωρίς εγγόνια να χαρίσει και πήρε και τη μάνα του μαζί.

 

Κόντευε απόγευμα η παρθένα ιέρεια ολοκλήρωσε την επίκληση της  πήρε από τα χέρια του Πρωτόγερου τη δάδα και την έδωσε στο Βώρο,

-    Πατέρα μεγαλόψυχε κάνε το χρέος σου, πάρε τη φωτιά και τέλειωσε ότι άρχισες.

Με μάτια γεμάτα δάκρυα πήρε στα χέρια του την φωτιά, τα δύο πτώματα τυλίχτηκαν στις φλόγες αμέσως.

Η επόμενη μέρα τον βρήκε να ετοιμάζεται για το ταξίδι του. Μόνος του τώρα πια ο Βώρος έπαιρνε το καράβι για την Κρήτη, στο μόλο τον περίμενε ο φίλος του ο πλοίαρχος,

-     Είσαι ανήσυχος, έμαθα τι συνέβη λυπάμαι πολύ, έλα, εδώ θα είσαι ασφαλής.

-     Πως θα ταξιδέψουμε; Θα με βρει, θα μας βρει, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε βιαστήκαμε, σας το είπα ότι δεν της δώσαμε σωστή εξήγηση της Προσταγής, σας το είπα να μην βιαστούμε.

-     Τολμάς να υβρίζεις; Εσύ; Μετά από όσα πέρασες; Ξεχνάς πόσα χρόνια περιμέναμε; Ξεχνάς πόσο καιρό ταλαιπωρηθήκαμε; Και τώρα τι; Τώρα που φτάνουμε στο τέλος, τώρα θα τα χαλάσουμε όλα;

-     Δεν εννοώ αυτό, κρατώ μονάχα μια επιφύλαξη μήπως και δεν ήταν ο κατάλληλος καιρός, η Ώρα.

-     Η Προσταγή, η Ώρα, βαρέθηκα, σε λιγότερο από ένα μήνα θα συμβεί, δεν το βλέπεις και μόνος σου, ήταν απελπισμένος από την προσπάθεια να τον πείσει, δες το, τον πρόσταξε, οραματίσου το υπάρχει η συνέχειά μας μέσα από αυτό τον άνθρωπο που τα κατάφερε τελικά εσύ και εγώ είμαστε εδώ, είμαστε ζωντανοί γιατί αυτός το κατάφερε πρέπει να συνεχίσουμε, σε ικετεύω πάμε στην Κρήτη εκεί είμαστε ασφαλείς πάμε.

-     Θα στο πω αλλιώς είσαι ο μόνος, ο οποίος το πίστεψε από την αρχή, αγάπησες την θέληση της Ώρας όσο κανείς άλλος και την υλοποίησες, έφερες τα πάνω κάτω για να μπορέσεις τελικά να αποκρυπτογραφήσεις το Ιερό Βιβλίο και τα κατάφερες, έχασες τον γιό σου και πόνεσες όσο κανείς άλλος και τώρα τι; Δειλιάζεις; Πας πίσω; Τώρα που η ώρα και η στιγμή της πορείας; Θα συμβεί Βώρε θα συμβεί.

Συνεχίζεται...

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα