Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

... το Τέλος συνέχεια...


Αθήνα

το ίδιο βράδυ……

Ο Λίνων βημάτιζε νευρικά μέσα στην τεράστια σάλα του σπιτιού του στρωμένη με κάτασπρο μάρμαρο, οι αραχνοΰφαντες Αιγυπτιακές κουρτίνες χόρευαν από το αεράκι και την λύρα που έπαιζε ο δούλος,


-     Φύγε, φύγε, έξω δεν θέλω να ακούω τίποτα και κανένα, φύγε,

-     Άρχοντά μου, υποκλίθηκε και έφυγε

Βγήκε έξω, τα γρήγορα βήματά του τον έφεραν στο κέντρο του θόλου στον κήπο, η μυρωδιά από τα γιασεμιά και τις τριανταφυλλιές δεν του έλεγε τίποτα τώρα, σταμάτησε για λίγο πάνω από το πηγάδι και κοίταξε μέσα, με φως που έλαμπε στον ουρανό είδε το είδωλό του να καθρεφτίζεται στο νερό και ίσως κάπου μέσα στο μυαλό του να παρακάλαγε να πέσει μέσα να τελειώνουν τα βάσανά του, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί κι’ όλο ψιθύριζε, -συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη!!! Σηκώθηκε και έβγαλε μια κραυγή που όμοιά της δεν είχε ακουστεί ποτέ και πουθενά.

Στην αρχή  της Τυρελλέου οδού όπου και ήταν το σπίτι του Λίνωνα μια άμαξα με 4 άλογα έτρεχε λυσσασμένα λες και ήθελε να προλάβει κάτι το οποίο όμως δεν γινόταν εκεί, ο άντρας που ήταν μέσα είχε σαφή εντολή ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ,  ποιος ήταν ο προδότης όμως; σε αυτό δεν θα μπορούσε να απαντήσει τουλάχιστον όχι απόψε. Τρία ερωτήματα τον βασάνιζαν καθώς πατούσε τα πόδια του στον πλακόστρωτο δρόμο, ποιος έπρεπε να προφυλαχθεί; ποιος ήταν πραγματικά ο προδότης; Και ποιος έπρεπε να πεθάνει;  

Η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα, ο υπηρέτης υποκλίθηκε στον άνδρα που μπήκε μέσα, - ο Λίνων; τον ρώτησε

-     Είναι στον κήπο άρχοντά μου στον θόλο

-     Μην μας ενοχλήσει κανείς

-     Κανείς, έγνεψε καταφατικά και αποχώρησε

Με γαϊτανάκι τις σκέψεις του ο Βώρος βγήκε στον κήπο, είδε τον φίλο του γονατισμένο στη μέση του θόλου τα συναισθήματα του ήταν ανάμικτα αυτός ο άνδρας, ο Φίλος του, που τόσο τον θαύμαζε, ο ατρόμητος, ο ακλόνητος, ο ανυπέρβλητος, αυτός ο άνδρας απόψε έπρεπε να πεθάνει και να πεθάνει από το δικό του χέρι. Στάθηκε για λίγο και τον παρατηρούσε, τα λεπτά που πέρασαν φάνηκαν αιώνες, σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό πήρε μια βαθειά ανάσα,

-     Λίνων!!! φώναξε επιτακτικά

Ο Λίνων τον κοίταξε κατάματα – Ήρθες λοιπόν; Ήρθες να τελειώσεις ότι δεν πρόλαβαν να αποτελειώσουν οι Ερινύες; Σε ευχαριστώ φίλε μου, ειλικρινά σε ευχαριστώ, να, θα σταθώ εδώ μπροστά σου με όση αξιοπρέπεια μου απομένει και θα περιμένω το τέλος, άρχισε να κλαίει και συνέχισε με λυγμούς, όχι μόνο είμαι ανάξιος εμπιστοσύνης, αλλά και δειλός, κοίταζα πριν λίγο…

-     Φτάνει Λίνων, τον διέκοψε, φτάνει, ετοιμάσου φεύγουμε,

-     Μα, η προσταγή ορίζει πως πρέπει να πεθάνω σπίτι μου, το στόμα του είχε στραβώσει από την θλίψη και ήταν άσπρος σαν το πανί

-     Ετοιμάσου Λίνων, αποκρίθηκε ο Βώρος, ότι γίνει πρέπει να γίνει έξω από εδώ.

Μπήκε μέσα στο σπίτι του και με την άκρη του ματιού του είδε τον δούλο του να κρατάει ένα μικρό δερμάτινο μπαουλάκι, αγκάλιασε τον αφέντη του – να πας στο καλό άρχοντά μου θα σε θυμάμαι πάντα, εκείνος τον ασπάστηκε – έχε γεια Άκανθε, καλή αντάμωση.

-     Πάμε είμαι έτοιμος

-     Άρχοντά μου πριν φύγεις μαζί με τον άρχοντα Βώρο σας έχω ετοιμάσει στην μεγάλη σάλα μια σπονδή.

Υπάκουσαν και οι δύο, μπήκαν στην μεγάλη σάλα που στο κέντρο της ήταν ένα μαρμάρινο στρογγυλό τραπέζι ο Άκανθος έδωσε το πρώτο τάσι στον αφέντη του και το δεύτερο στο Βώρο, πήρε στα χέρια του τον αμφορέα και έβαλε κρασί, οι δύο άντρες σήκωσαν τα τάσια τους ψηλά, μετά έριξαν λίγο κρασί στο πάτωμα, ο Λίνων δεν καταλάβαινε τι έγινε, ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, κοίταξε για μια στιγμή τον δούλο του –Άκανθε,  ψέλλισε, γύρισε κοίταξε τον φίλο του – Βώρε, είπε και έπεσε στο πάτωμα, με γρήγορες κινήσεις οι δυο τους άρπαξαν τον Λίνων και τον τοποθέτησαν μέσα στο μεγάλο μπαούλο που είχε ετοιμάσει ο Άκανθος, το μικρό μπαουλάκι το πήρε ο Βώρος και το τοποθέτησε και αυτό μέσα στο φορτίο, υποκλίθηκε στον αφέντη του καθώς είδε να τον ανεβάζουν στην άμαξα του Βώρου.

Η νύχτα είχε προχωρήσει ο Βώρος χαλάρωσε καθώς ακούμπησε στο κάθισμα- στην παραλία του Περάσματος γρήγορα. Τα άλογα ξεχύθηκαν σε ένα ανελέητο κυνηγητό της νύχτας, ο οδηγός τους τα πρόσταζε και τα μαστίγωνε λες και ήθελε να τα τιμωρήσει αν δεν έφταναν στην ώρα τους, ο επιβάτης ήταν ακούνητος καθ’ όλη την διαδρομή, μπήκαν στην Ιερά Οδό και κατηφόριζαν εκεί λίγο πριν τον Ελαιώνα ο Βώρος του φώναξε

 -σταμάτα,

Με μια κίνηση δυναμικής υποταγής ο οδηγός τράβηξε τα γκέμια και τα άλογα κοκάλωσαν

-κατέβα, τον πρόσταξε, κατέβα και πήγαινε σπίτι, θα την πάω εγώ από δω και πέρα την άμαξα, ο τόνος της φωνής του δεν άφησε περιθώρια για ενδοιασμούς και αντιρρήσεις, κατέβηκε γρήγορα και απομακρύνθηκε λες και τον καταδίωκαν τέρατα.

Ο Βώρος έπιασε αποφασιστικά τα γκέμια και οδήγησε τα άλογα, φτάνοντας στην παραλία στο σημείο του ραντεβού διέκρινε τον Έκαστο να τρέχει προς το μέρος του

-     άργησες, λίγο ακόμα και θα έφευγε το πλοίο                              

-     Τελικά ήρθα και στην ώρα μου και το πλοίο πρόλαβα

-     Θα μου πεις τι είναι τελικά μέσα στο μπαούλο;

-     Αυτό το μπαούλο φίλε μου Έκαστε περιέχει ένα μυστικό χειρότερο και από αυτό της Πανδώρας, μεγαλύτερο και από το Ιερό Όργανο, πιο καταστρεπτικό και από αυτό που κρύβετε κάτω από τα πόδια μας εδώ και χιλιάδες χρόνια, για αυτό πρόσεχε, δεν πρέπει να ανοιχθεί μέχρι να φτάσει στον προορισμό του και πάνω από όλα δεν θα το ανοίξετε εσείς θα το παραδώσεις μόλις φτάσεις στην Κρήτη, έχω συνεννοηθεί για το ποιος θα σε περιμένει στο λιμάνι, επίσης να ξέρεις Έκαστε, ότι αυτό που κάνεις εσύ απόψε, θα μνημονευθεί στους αιώνες, γενιές και γενιές θα σε ευγνωμονούν.

Ο Έκαστος τον κοιτούσε με τέτοιο δέος λες και είχε εμφανιστεί μπροστά του ο Δίας.

-     Ευχαριστώ για τα λόγια σου Αδελφέ μου, στάλαξαν σαν βάλσαμο στη φοβισμένη ψυχή μου, ορκίζομαι στο όνομα του Δία πως το φορτίο σου θα φτάσει ανέπαφο στο λιμάνι της Κρήτης και θα παραδοθεί όπως ακριβώς και τα Ιερά Σκεύη στα Μινωικά Μυστήρια.

Οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν και μετά από μια σύντομη σπονδή το πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι του για την Κρήτη. 

Ο πλοίαρχος υποδέχθηκε τον Έκαστο και το πολύτιμο φορτίο του και τον πήγε στην κάμαρα στην οποία θα περνούσε τις ώρες του μέχρι να φτάσουν στη Κρήτη.

-     Σε λίγες ώρες ξημερώνει Έκαστε ξεκουράσου και εγώ θα αναλάβω όλα τα άλλα.

-     Πλοίαρχε δεν επιθυμώ να ξαπλώσω, μπορώ να μείνω στο κατάστρωμα να απολαύσω το ταξίδι μας;

-     Με μεγάλη μου χαρά Έκαστε, μάλιστα θα καθίσω και εγώ μαζί σου, αν αυτό φυσικά δεν σε αποσπά από τις σκέψεις σου

-     Και βέβαια όχι πλοίαρχε! θα το ήθελα πολύ να καθίσουμε παρέα εδώ έξω,

-     Μπορούμε αν θέλεις, αν και είναι περασμένη η ώρα να δειπνήσουμε, όμως τα στοιχεία και οι πληροφορίες που έχω για τον καιρό με ενημερώνουν πως τα ταξίδι μας θα είναι ήρεμο από πλευράς αέρα και έτσι δεν θα χρειαστεί να σηκώσουμε και πανιά, ένας ακόμα λόγος να περάσουμε απαρατήρητοι μιας και πιστεύω πως το φορτίο σου είναι πέρα και πάνω από αυτά που μεταφέρω κατά καιρούς,

-     Μη με υποχρεώνεις πλοίαρχε να σου μιλήσω έχω δώσει όρκο…

-     Αχ, Έκαστε, είπε και γέλασε δυνατά, ο σκοπός μου δεν είναι να μου πεις τι μεταφέρεις, απόλαυσε το νυχτερινό αεράκι, οι υπηρέτες θα φέρουν φαγητό και κρασί, εγώ θα ανέβω λίγο επάνω να δω τις σημειώσεις μου και μετά θα αφήσουμε το πλοίο να μας πάει μόνο του.

Μόλις κάθισε αναπαυτικά στο ανάκλιντρο οι υπηρέτες άρχισαν να ετοιμάζουν το χώρο για τους δύο άνδρες, ο πλοίαρχος τελείωσε την δουλειά του και κάθισε μαζί του απολαμβάνοντας την ησυχία της νύχτας, έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του πίσω, είχε πολλά να σκεφτεί και άλλα τόσα να αντιμετωπίσει.

-     Μα τω Δία, τώρα Έκαστε δεν θα σε ρωτήσω τι μεταφέρεις, αλλά θα σε ρωτήσω τι σκέφτεσαι, γέλασαν και οι δύο,

-     Ω ει με! Πλοίαρχε, είναι βαρύς ο όρκος σε παρακαλώ, κάλλιο το’ χω να πέσω στην θάλασσα και να πνιγώ παρά να σου πω,

-     Στο είπα και πάλι πριν σαλπάρουμε δεν θέλω να μου πεις τι μεταφέρεις, τι σκέφτεσαι σε ρώτησα ευφυολογώντας, αλλά είναι τόσο βαρύ και τόσο πολύτιμο αυτό που ταξιδεύει στα αμπάρια μου για την Κρήτη που ακόμα και ο Δίας, ο Αίολος και ο Ποσειδώνας είναι με το μέρος μας απόψε,

-     Αυτό το παρατήρησα και εγώ και έτσι αγαλλιάζει λίγο η ψυχή μου

-     Ξέρεις Έκαστε, δεν είναι τυχαίο που διάλεξε εμένα ο Βώρος και το πλοίο μου για τούτο το ξίδι

-     Τι θέλεις να πεις πλοίαρχε, τον ρώτησε γεμάτος ανησυχία και φόβο

-     Ω μα τους Θεούς εσύ τρέμεις και τον ίσκιο σου απόψε ηρέμησε, και θα σου εξηγήσω, μπορεί να δείχνω άξεστος, φιλοχρήματος, όχι πως δεν είμαι βέβαια, αλλά πάνω απ’ όλα είμαι τίμιος Έκαστε ΤΙΜΙΟΣ

-     Δεν είχε ψόγο η έκφρασή μου και αν αυτό σου πέρασα σου ζητώ να με συγχωρέσεις

-     Πάλι τα ίδια;! Σου ζήτησα να ηρεμήσεις και εγώ είμαι πρόθυμος να σου εξηγήσω, με μένα το όποιο μυστικό σου, είτε φορτίο, είτε λόγος είναι ασφαλές και αυτό δεν στο λέω για να μου πεις τελικά τι κρύβεις, όχι κάθε άλλο, στο λέω για να ξέρεις πως δεν είναι τυχαίο που ο Βώρος διάλεξε εμένα για να μεταφέρω ότι μεταφέρεις,

-     Αλήθεια πλοίαρχε κατά ένα παράξενο τρόπο όταν ο Βώρος μου είπε πως πρέπει κάτι να μεταφερθεί στην Κρήτη με απόλυτη μυστικότητα και ασφάλεια εσύ μου ήρθες αμέσως στο νου, όσο και του Βώρου, αυτό που με παραξενεύει είναι ότι ποτέ δεν είχαμε μιλήσει για σένα,

-     Ίσως γιατί δεν είχατε τίποτα σπουδαίο να πείτε για αυτό

-     Είναι αλήθεια πως το πλοίο είναι τόσο παλιό όσο και η Ατλαντίδα;

-     Για την ακρίβεια το πλοίο είναι Ατλαντικό αλλά η τεχνολογία του είναι Ελληνική, είναι σχεδιασμένο από τον ίδιο τον Δία και τον αδελφό του τον Ποσειδώνα, είχε δοθεί σαν δώρο μαζί με άλλα στην κόρη βασιλικού ζεύγους της Ατλαντίδας του Ευήνωρα και της Λευκίππης. Είναι μερικά από τα εργαλεία τα οποία διαφυλάχτηκαν  μετά τον μεγάλο πόλεμο, θα σου φανεί παράξενο αλλά και εγώ από εκεί κατάγομαι

-     Από την Ατλαντίδα;! Τον ρώτησε έκπληκτος,

-     Ναι! Χαμογέλασε πικρά

-     Είχα την πεποίθηση ότι κανείς δεν έζησε

-     Ζήσαμε αρκετοί, άλλοι έμειναν εδώ, άλλοι πήγαν πάλι στο Σείριο,

-     Και εκτός από το πλοίο τι άλλο διασώθηκε από τον πολιτισμό σας;

-     Ο παππούς μου, μου είχε πει όταν ήμουν μικρός, που του το είχε πει ο δικός του παππούς πως είχαμε από καιρό σημάδια για τον πόλεμο και πως ο Ποσειδώνας δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να βοηθήσει, έτσι λοιπόν άρχισαν να κρύβουν και να βγάζουν πράγματα έξω από την Ήπειρο, διότι μετά την συνομωσία για τον θάνατο του γιού του τού Άτλαντα τα πράγματα δυσκόλεψαν για εμάς, βλέπεις όσο ευνομούμενη χώρα και ήμασταν ή ακόμα και η πιο δίκαιη, είχαμε πολλές εσωτερικές διαμάχες, δεν είστε μόνο εσείς οι Έλληνες που τρώγεστε!

-     Πλοίαρχε έχω την εντύπωση πως έγινε πόλεμος και χάσατε, δεν ήταν τόσο η εσωτερική σας διχόνοια, παρόλα αυτά τα ενδιαφέροντα ακόμα δεν μου είπες τι άλλο διασώθηκε από τον πολιτισμό σας ……

-     Για λίγο Έκαστε θα πρέπει να σταματήσουμε την κουβέντα μας

-     Σου ζητώ συγνώμη αν έγινα λίγο περισσότερο αιχμηρός από ότι έπρεπε , δεν είχα σκοπό ούτε να σε προσβάλλω αλλά…

-     Έκαστε! Σύνελθε, τον διέκοψε γελώντας, φτάσαμε στην Κρήτη να το λιμάνι

-     Φτάσαμε στην Κρήτη μα πως;! Πριν λίγο ξεκινήσαμε

-     Σου είπα πως θα είμαστε στην Κρήτη μόλις ξημερώσει και κράτησα την υπόσχεσή μου είσαι έτοιμος;

-     Το φορτίο μου, πρέπει να ετοιμάσω το φορτίο μου,

-     Μα σε περιμένει ήδη να το μεταφέρεις, αλήθεια έχεις σκεφτεί που και πως θα το πας στον προορισμό του;

-     Ναι, από τα λόγια του Βώρου ξέρω πως κάποιος θα με περιμένει.    

Η αποβίβαση του Έκαστου με το φορτίου του ήταν σύντομη και φιλική

-     Πλοίαρχε χάρηκα τόσο για το απρόσμενα γρήγορο ταξίδι μας όσο και για την ειλικρινή κουβέντα που είχαμε, έχε γεια φίλε μου, αν και δεν θα ήθελα να φύγω πριν μάθω το όνομά σου

 

-     Κάλε μου Έκαστε, καλέ μου φίλε Έκαστε, πάντα γελαστός ο πλοίαρχος, θα ξαναϊδωθούμε, οι δρόμοι μας τώρα πια είναι παράλληλοι, έχουμε το ίδιο χρέος, θα ξανασυναντηθούμε λοιπόν και σύντομα.

Ο Έκαστος δεν έδωσε και πολλή βαρύτητα στα λόγια του πλοίαρχου, τώρα αυτό που κυριαρχούσε στο μυαλό του ήταν το φορτίο που είχε υποσχεθεί πως θα φτάσει στην Κρήτη ανέπαφο, αν και έμπαινε σε μεγάλο πειρασμό να ανοίξει το μπαούλο και να δει επιτέλους τι ήταν μέσα.

Πάτησε τα πόδια του στην παραλία και γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω στο παλάτι οι κυλινδρικές κάτασπρες κολώνες του έστεκαν επιβλητικές κάτω από το αχνό φως, ξημέρωνε, τέσσερις Αιγύπτιοι υπηρέτες τον πλησίασαν λίγο πιο δεξιά ήταν η άμαξα που τον περίμενε, ο αμαξάς του σφύριξε σιγά

-     Άρχοντα Έκαστε, του είπε, ήρθα να σε πάρω,

-     Συγνώμη;! Με περιμένατε;!

-     Μια ζωή Έκαστε, μια ζωή,

-     Πλοίαρχε;!        

-     Μετά οι συγκινήσεις, τώρα πρέπει να βιαστούμε, θα πάμε σε ένα μέρος που δεν θα σε ανακαλύψει κανένας, Βίσταρχε ξέρεις που θα πας, Έκαστε έχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον αμαξά ξέρει που θα σε πάει αλλά μην ξεχάσεις εκεί που θα φτάσεις και μόνο τότε θα ανοίξεις το μπαούλο σου, τρέχα Βίσταρχε, τρέχα δεν προλαβαίνουμε η Αθηνά είναι κοντά.

Η άμαξα χύθηκε στο δρόμο ο Έκαστος καθισμένος δίπλα από τον αμαξά κοιτούσε πότε μπροστά στο δρόμο και πότε πίσω του στο μπαούλο του, το είχαν τοποθετήσει τόσο προσεχτικά στο πίσω μέρος που ακουμπούσε πάνω σε ένα προστατευτικό στρώμα από λιόπανα,   ένιωσε τα άλογα να αγκομαχούν κοίταξε μπροστά – που πάμε γιατί τόσο μεγάλη ανηφόρα;

 

-     Πάμε Δυτικά…

δεν πρόλαβε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, βέλη άρχισαν να πετούν πάνω από τα κεφάλια τους, άνδρες πηδούσαν τόσο ψηλά που περνούσαν   ακόμα και τα άλογα στο ύψος, ο Βίσταρχος με τα χέρια στα γκέμια προσπαθούσε να αποφύγει την επίθεση των βέβηλων με τα πόδια και το κορμί του, - πάρε το σπαθί κάτω από το κάθισμα θα τα καταφέρουμε, ο Έκαστος σαν υπνωτισμένος ακολουθούσε τις εντολές κατά γράμμα, πριν προλάβει να σκεφτεί ότι είναι μόνο οι δυο τους τα λιόπανα τινάχτηκαν στον αέρα, πέντε άνδρες πετάχτηκαν κάτω από την δεξιά μεριά του μπαούλου με τα σπαθιά στα χέρια, οι βέβηλοι πήδηξαν πίσω στην άμαξα μια άγρια μάχη εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του, οι Κρήτες σαν σαράντα άνδρες μαζί πολεμούσαν σαν λιοντάρια, ξιφομαχούσαν, δάγκωναν, μα το πιο φρικιαστικό ήταν οι κραυγές που έβγαζαν πριν σκοτώσουν κάποιον από τους βέβηλους, σε μια στιγμή ένας Κρήτης πολεμιστής έπεσε με λύσσα πάνω στον βέβηλο και τον δάγκωσε στον λαιμό, ένας πίδακας αίματος άρχισε να βγαίνει που νόμιζε κανείς πως αυτό δεν ήταν λαιμός αλλά ηφαίστειο και ξεχύνεται δαιμονισμένα η λάβα, το αίμα είχε αρχίσει να δημιουργεί λίμνη στην καρότσα της άμαξας, ο Βίσταρχος απτόητος οδηγούσε ενώ ο Έκαστος έδινε την μεγαλύτερη μάχη της ζωής του, ποιος να το περίμενε αυτό ο φιλήσυχος και με όλη την κυριολεξία της λέξης ανθρωπάκος τώρα υπερασπιζόταν με όλη του την δύναμη κάτι το οποίο δεν ήξερε τι είναι και ίσως δεν έμενε και ζωντανός για να το δει.

Στην πίσω μεριά η μάχη συνεχιζόταν, απίστευτη ισορροπία, παρά τις λακκούβες παρά τις απότομες στροφές, τόσο οι βέβηλοι όσο και Κρήτες πολεμούσαν λες και ήταν ίσωμα, οι απώλειες από την μεριά των Κρητών πολεμιστών άρχισαν να είναι αισθητές, κατά μήκος της διαδρομής πτώματα βέβηλων, πάνω στην καρότσα Κρήτες, οι δύο τελευταίοι αιμορραγώντας από παντού ξιφομαχούσαν και τότε έγινε το αναπάντεχο, μια νεφέλη κάλυψε όλη την άμαξα τα άλογα χλιμίντρισαν φοβισμένα σηκώθηκαν στα πίσω πόδια, η καρότσα αναποδογύρισε ο Έκαστος και ο Βίσταρχος έπεσαν στη γη, ένα δυνατό φως πάνω από την νεφέλη την διαπερνούσε, οι Κρήτες, οι βέβηλοι, το λιόπανο, το μπαούλο, άρχισαν όλα να αιωρούνται και να στροβιλίζονται, μάχη γινόταν και συνεχιζόταν στον αέρα, τα κορμιά τα έπαιρνε ο αέρας και χάνονταν δεν τα έβλεπες πουθενά λες και η μάχη συνεχιζόταν σε άλλες σφαίρες, το σύννεφο πύκνωνε το φως δυνάμωνε ένα γλυκό αεράκι άρχισε να φυσά, ο Βίσταρχος και ο Έκαστος αποσβολωμένοι από την εξέλιξη αυτή το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν πως θα κατεβάσουν το μπαούλο

-     Έκαστε κοίτα!! Ο οδηγός του έδειχνε ψηλά πάνω από το σύννεφο- κοίτα, κάτι σαν χέρι κατεβάζει το Φορτίο

-     Δία!! Σε ευχαριστώ!!! Θα σου χαρίσω θυσίες πιότερες και από αυτές που χάρισες εσύ στην Αμάλθεια, μόνο μην πάθει τίποτα το Φορτίο

-     Σταμάτα την κλάψα και ανέβα να φύγουμε

-     Δεν…… δεν ……

-     Έκαστε ανέβα να φύγουμε, τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε σαν σακί στην θέση του, μαστίγωσε τα άλογα

-     Ήταν το χέρι του Δία το είδα καθαρά, ναι το χέρι του Δία ήταν

-     Πριν πολλά χρόνια κάτι παρόμοιο είχε γίνει πάλι, ναι τώρα μπορώ να το πω και εγώ, μετά από τόσα που είδα ναι ήταν το χέρι του Δία

Ο δρόμος ήταν μεγαλύτερος τώρα τους διευκόλυνε περισσότερο στην οδήγηση, στις άκρες υπήρχαν κανάλια με νερό τα οποία και χρησιμοποιούνταν στην άρδευση των χωραφιών που εκτίνονταν όπου και αν έφτανε το μάτι του

-     Είναι όμορφος ο τόπος σου Βίσταρχε, αν δεν κάνω λάθος κινούμαστε βορειοδυτικά

-     Δεν κάνεις λάθος θέλουμε ακόμα μια ώρα για να φτάσουμε στην Άπτερα, εκεί η αποστολή μου τελειώνει

-     Τι εννοείς; και μετά;

-     Πρώτα θα πάρεις χρησμό από τον Ιερέα Έπερο από το Ιερό του Ζωμίνθου, θα κάνεις τις θυσίες σου και ότι άλλο θες, θα ξεκουραστείς και μετά θα πας στην Άπτερα.

-     Ω ει με!! Γιατί Θεοί; Γιατί σε μένα; Τι άλλο θα κάνω;! Γεμάτος θυμό πήδηξε πίσω στην άμαξα, άρχισε να χτυπά και να κλωτσά το μπαούλο, το έριξε κάτω, ο Βίσταρχος φρέναρε, πήδηξε πάνω του και άρχισε να τον ταρακουνά για να τον ηρεμήσει

-     Ηρέμησε.

-     Άσε με, άσε με, θέλω να το ανοίξω θέλω να δω τι είναι αυτό που θα μου κοστίσει την ζωή μου, τι είναι αυτό που θα με οδηγήσει στο μη περεταίρω, θα πεθάνω μόλις φτάσω εκεί, θα εκπληρωθεί η προφητεία, άσε με να το δω.

-     Δεν υπάρχει τίποτα να δεις, το κουτί της Πανδώρας μεταφέρουμε, μόλις ανοιχτεί μόνο συμφορές θα φέ……

δεν πρόλαβε να τελειώσει μια γροθιά στο πρόσωπο τον έριξε κάτω, ο Έκαστος είχε πέσει τώρα αυτός πάνω του και τον χτυπούσε, οι δύο άνδρες σαν τα μικρά παιδιά μάλωνα, χτυπιόντουσαν, μάτωναν,

-     Θα το ανοίξω, έλεγε και ξανάλεγε σκουπίζοντας τα αίματα από το πρόσωπό του με τα κουρέλια του χιτώνα του, θα το ανοίξω, το μόνο που θυμάται ήταν η φωνή του Βίσταρχου

-     Αποκλείεται.

Ήσυχος τώρα ο Βίσταρχος οδηγούσε την άμαξα με τον Έκαστο ξαπλωμένο στο πίσω μέρος μαζί με το μπαούλο. Σιγοψιθύριζε ένα Μινωικό σκοπό για να μην νιώθει μοναξιά, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά υπολόγισε πως θα πρέπει να είναι μεσημέρι, τα άλογα αντέδρασαν νευρικά ενώ και ο ίδιος ένιωσε περίεργα, φωτιά, κάπου κοντά έχει πιάσει φωτιά. Στα δέκα μέτρα πιο κάτω και δεξιά του ο δρόμος στένευε από κει ερχόταν ο καπνός.

Η φωτιά άρχισε να τον περικυκλώνει κάτι έπρεπε να κάνει, προσπαθούσε να βρει τρόπο διαφυγής η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που κόντευε να βγει από το στήθος του.

 

 

Σαν το αγρίμι κοίταζε δεξιά και αριστερά πώς να το σκάσει, τίποτα, μόνο φωτιά, τα μάτια του άρχισαν να θολώνουν από τον καπνό, η αναπνοή του γινόταν όλο και δυσκολότερη, γύρισε το κεφάλι του προς την άλλη μεριά, η φωτιά ήταν μόνο στην δική του πλευρά, μόνο μπροστά του, λογικά με τέτοιο καπνό και τόση φωτιά θα έπρεπε να καίγεται όλος ο κάμπος.

-     Μεγάλε Θεέ εσύ, εσύ που πάντα βοηθάς, βοήθησε και μένα, δώσε μου την δύναμη να τα καταφέρω, δώσε την δύναμη που έδωσες στους προγόνους μου και μπόρεσαν να επιβιώσουν, συγχώρα με αν ήμουνα μικρόψυχος και δειλός τον τελευταίο καιρό, κάνε το φορτίο μου αόρατο από τα ρυπαρά μάτια και απρόσβλητο από τα βέβηλα χέρια, δώσε στα άλογά μου δύναμη στην γη να μην πατούν στη γη, τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα το πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο, ο λαιμός του είχε ξεραθεί από τους καπνούς μόλις που διέκρινε τα χέρια του που τα είχε υψώσει στον ουρανό, σε ικετεύω Θεέ μου βοήθησέ με, αγρίμια πετάχτηκαν μπροστά του, τσακάλια, άρχισαν να κατασπαράζουν τα άλογα, τα δάγκωναν όπου έβρισκαν, στον λαιμό, στα πόδια, στα σπλάχνα, ένα από τα τσακάλια σηκώθηκε στα δύο πόδια του και πήρε μορφή ανθρώπου το στόμα του έσταζε αίματα από την τελική δαγκωματιά που είχε δώσει σε ένα από τα άλογά του, με μια κίνηση του χεριού του έγδαρε τον Βίσταρχο από τον κρόταφο έως τον λαιμό, θα έλεγε κανείς πως τα νύχια του ήταν ατσάλινα, το στόμα του βρομούσε και τα δόντια του ήταν λύκου, τα μάτια του έσταζαν αίμα, όλο του το σώμα ήταν γεμάτο τρίχες και ξεραμένα αίματα, με μια φωνή που όρκο έπαιρνες πως ερχόταν από το υπερπέραν τον ρώτησε που είναι το μπαούλο.

-     Ήρθε το τέλος σκέφτηκε,

 προσπάθησε να καταπιεί με λαιμό που πονούσε ένευσε αρνητικά, ο λυκάνθρωπος τον έπιασε και τον έσφιξε

-     Αν αυτό το άθλιο κουφάρι που περιφέρεις εδώ και χρόνια, αν νομίζεις πως θέλεις να ζήσεις για να περάσει ο ρυπαρός σου σπόρος σε άλλη γενιά και να γεννήσεις και εσύ έναν ακόμα Άτλαντα θα σου κάνω την χάρη και θα σε αφήσω να ζήσεις λίγο ακόμα, πες μου που είναι, που το έκρυψες;!

Πήδηξε στο πίσω μέρος και έψαχνε, τίποτα, η καρότσα ήταν άδεια μόνο άχυρα, τα πετούσε στον αέρα – δεν μπορεί που είναι; Το είδα με τα μάτια σου Θεά μου που είναι; Δείξε μου Θεά, δείξε μου, παντοτινός και πιστός σου δούλος εγώ, δείξε μου. Τρελάθηκε το αγρίμι έπιασε τον Βίσταρχο ξανά από το λαιμό τον σήκωσε στον αέρα, -που το πήγες; Που το έκρυψες πεινασμένε απόγονε της Ατλαντίδας, θα το βρω, πες μου, σαν τσουβάλι τον τίναζε πάνω – κάτω, δεξιά- αριστερά, ο αμαξάς έβγαζε αίμα από παντού, στόμα, μύτη, αυτιά, δεν άντεχε άλλο κι’ όμως κάτι τον κράταγε στην ζωή, η σπίθα που είχε μέσα του φούντωσε και έγινε πυρκαγιά μεγαλύτερη και από αυτή τριγύρω του, δυνατότερη και από αυτή του ίδιου του Ήφαιστου, το κορμί του πέτρωσε και ένας άλλος άνθρωπος βγήκε από μέσα του.

 

Ένας άνδρας δέκα πέντε πόδια ύψος ορθώθηκε μπροστά στον λυκάνθρωπο, με χέρια που ξεπερνούσαν τα πέντε πόδια σε μήκος άρπαξε τον βέβηλο και τον σήκωσε στον ουρανό, ένα κάτασπρο σπαθί από τα ορυκτά της χώρας του φάνηκε στο χέρι του, τα τραύματά του επουλώθηκαν με μιας, τα μαλλιά του μάκραιναν και έγιναν κατάξανθα, από το στήθος του έβγαλε μια κραυγή που όμοιά της είναι βγάλει ο Άτλαντας όταν τρελός πια από την θλίψη στο τέλος του πολέμου έθαβε μαζί με την ψυχή του και το σπαθί του στο βωμό του πατέρα του. Ήταν τόση η δύναμη της φωνής που βράχια άρχισαν να πέφτουν από το βουνό,       

-     Ψόφησε βέβηλε, ήρθε το τέλος σου, τον κατέβασε και τον κάρφωσε στην καρδιά με το σπαθί, ο βέβηλος έγινε στάχτη, οι άλλοι τσακάλια αντιλαμβανόμενοι το τι συμβαίνει γινόντουσαν και αυτοί λυκάνθρωποι και έπεφταν απάνω του μήπως και τον τελειώσουν όμως αυτό δεν μπορούσε να γίνει όχι τουλάχιστον τώρα, όσο πολεμούσε έβλεπε με την άκρη του ματιού του ένα λύκο ο οποίος δεν είχε μεταμορφωθεί παρά είχε σταθεί σε μια μεριά και γρυλίζοντας έδινε εντολές για το πώς θα επιτεθεί η ανθρωπόμορφη αγέλη, αυτό τον λύκο τον άφησε για το τέλος, εκτελώντας με αποφασιστικές κινήσεις τους υπόλοιπους, τελειώνοντας πήγε προς το τελευταίο λευκό τσακάλι το οποίο όχι μόνο δεν φοβόταν αλλά του μίλησε με ανθρώπινη φωνή.

-     Τι νομίζεις πως κάνεις άνθρωπε της Ατλαντίδας; κέρδισες τώρα, κέρδισες το κάτι!  αλλά όχι τα πάντα, σε αυτό το κάτι θα μείνεις, στο πάντα θα είμαι εγώ, ο πόλεμος και η μάχη μου ήταν δίκαια, ότι και να κάνεις, όπου και να πας εγώ θα το ξέρω και θα είμαι εκεί.

-     Είσαι δίκαιη Στρατηγός αυτό θα το λένε στους αιώνες, όμως ξέρεις και να τιμάς τον νικητή από όπου και αν προέρχεται, τι και αν είμαι Άτλαντας; Τι και αν με έχεις ρίξει στα βάθη της θάλασσας και της αβύσσου, ένα είναι σίγουρο πως ούτε Εσύ αλλά ούτε και εγώ μεγάλη Στρατηλάτησα θα μείνουμε στη Λήθη, μην κουράζεσαι για το πώς θα με εξοντώσεις, υπάρχω μέσα από αυτόν τον αμαξά, μέσα από όλο αυτό τον κόσμο που ζει εδώ αλλά και σε άλλες σφαίρες και σε άλλους κόσμους, σεβάσου με όπως σέβεσαι όλους τους νικητές και ‘γω για χάρη σου θυσίες θα κάνω και προσφορές… η Αθηνά εξαφανίστηκε από μπροστά του.           

Τράβηξε όσο πιο πολύ αέρα μπορούσε γέμισε τα πνευμόνια του και φύσηξε δυνατά, η φωτιά έσβησε, ο Άτλαντας βεβαιώθηκε πως δεν υπάρχει άλλος κίνδυνος γονάτισε φίλησε τα άλογα και κάτι τους ψιθύρισε, αυτά άρχισαν να σαλεύουν λες και τα είχε πάρει ο ύπνος, κοίταξε πίσω στην άμαξα και είδε πως δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από άχυρα, φίλησε το χώμα πήρε λίγο και το πέρασε στο πρόσωπό του έγινε πάλι ο ίδιος ασχημομούρης αμαξάς που ήταν και πριν.

Ανέβηκε στην αμαξά του πάλι και συνέχισε το δρόμο του σφυρίζοντας τον ίδιο σκοπό που σφύριζε και πριν. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, παρόλα αυτά οι αισθήσεις του ήταν σε συναγερμό σιγά-σιγά κάτι άκουγε να σαλεύει πίσω στα άχυρα χαμογέλασε ευχαριστημένος αλλά ο δρόμος για την Άπτερα ήταν μακριά και η Αθηνά καραδοκούσε.

-Ξύπνησες Έκαστε;

- Τι έγινε;

- Μέθυσες και μου είπες πως θα ξάπλωνες για λίγο, τι λίγο κοιμάσαι πάνω από δύο ώρες

- Πονάει το κεφάλι μου

- Πώς να μην πονάει Έκαστε! ήπιες τόσο κρασί όσο οι Μάνητες στον τρύγο.

- Έχω την αίσθηση πως κάποιος με χτύπησε

- Ποιος να σε χτυπήσει Έκαστε; Εγώ;

- Όχι, όχι κάθε άλλο! Μα δεν έγινε τίποτα;

- Τι να γίνει;

- Λοιπόν είδα ένα περίεργο όνειρο όση ώρα κοιμόμουν, νομίζω πως μπορώ να στο πω, αλλά δεν θα γελάσεις, του τόνισε καχύποπτα

- Πες μου

- Ήμουν κάπου και κοιτούσα από ψηλά, κάτι που έμοιαζε με την άμαξά μας, κάποιον που έμοιαζε με σένα, φωτιά έπιασε και τσακάλια επιτέθηκαν, κατασπάραζαν τα άλογα και ξαφνικά ένας άνδρας πετάχτηκε από την άμαξα και τους εξόντωσε όλους μονομιάς.

Ο αμαξάς γελούσε με την ψυχή του είχε πολλά χρόνια να γελάσει έτσι- μονομιάς Έκατσε; Και τσακάλια και φωτιά; Μα τους Θεούς θα πρέπει να ήταν ο Απόλλωνας ή ο Άρης έτσι;

-     Είπες δεν θα γελάσεις, του είπε πικρόχολα, άντε άσχημε αμαξά οδήγα σωστά να φτάσουμε στην Άπτερα, όμως κάτι δεν του άρεσε σε όλη αυτό που ένιωθε, καθώς κατηφόριζαν τον ρώτησε, δεν σου μυρίζει καμένο;
-     Ιδέα σου είναι, γιατί δεν ξαπλώνεις πάλι; Ήμουν καλύτερα χωρίς ανόητες ερωτήσεις.
Συνεχίζεται...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα