Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Το Τέλος...






                                                                                                   
Το βουνό ήταν ο αγαπημένος της προορισμός ήξερε πως όταν δεν ήταν και πολύ καλά πήγαινε εκεί.



Τα σημάδια τον τελευταίο καιρό το έδειχναν καθαρά πλησίαζε το τέλος, και απόψε ήταν το τέλος.



Η τελευταία Νύχτα ΕΚΕΙ.




Κάθισε στην αγαπημένη θέση, το Ιερό του Απόλλωνα απλώνονταν επιβλητικό στην κάτω μεριά των βράχων και το φεγγάρι το έλουζε. Δάγκωνε τα χείλη τόσο που τα μάτωσε, πέρασε με πείσμα την παλάμη πάνω από το στόμα και σκούπισε το αίμα.



Η θάλασσα ακουγόταν τόσο γλυκιά σα να τραγουδούσε, το θλιμμένο τραγούδι της, το έψελνε τόσα βράδια τώρα, το ήξερε και εκείνη, στα Βάθια της δεν θα ξανάπαιζαν τα αγαπημένα της παιδιά, οι αγαπημένες της Νύμφες . Οι Ιέρειες της, ακόμα και αυτές σήμερα την ξέχασαν. Άρχιζε σιγά – σιγά να πολεμάει μόνη της φούσκωνε λίγο τα στήθη της και ανέβαζε τα βλέφαρά της σηκώνοντας κύματα. Απαλά στην αρχή λες και ο Ποσειδώνας έπαιζε την θαλασσινή του άρπα.



Και όμως τα αστέρια φαίνονταν καθαρά , μια άγρια καθαρότατα απόψε όλα συνωμοτούσαν για το τέλος . Από κάπου μακριά ακούγονταν χαμηλές φωνές που όσο πήγαιναν γίνονταν και εντονότερες τα λόγια ήταν καθαρά πλέον.



Επτά γυναίκες ντυμένες με αέρινα φορέματα με πέπλα στο κεφάλι και διαδήματα στο μέτωπο που λαμπύριζαν περίεργα κάτω από το φως του φεγγαριού, κρατούσαν στα χέρια τους μικρούς φωτήρες με ένα απαλό φως που δεν συναγωνιζόταν σε τίποτα το φως των αστεριών. Τα βήματα ήταν αργά και τελετουργικά.



Έψελναν, το τραγούδι τους ήταν θλιβερό και ακουγόταν καθαρά ο λυγμός τους σε μερικές τονικές στιγμές μέσα από τον ψαλμό τους.



- Σε σένα Θεέ του Φωτός, πατέρα της Σελήνης



- Σε σένα ερχόμαστε ίσως για τελευταία φορά απόψε



- Βοήθεια να ζητήσουμε!!!



- Πατέρα μας θα χαθούμε απόψε είναι η τελευταία μας νυχτιά στο ιερό σου



- Σκλάβες θα γίνουμε Πατέρα !!!



- Βοήθεια να ζητήσουμε!!!



- Βοήθησε Πατέρα να μην χαθούμε!!!



Όλες μαζί άρχισαν να λικνίζονται σε έναν χορό που όμοιό του δεν είχε ξαναχορευτεί από τις Ιέρειες , τραγουδούσαν όλες μαζί



- Βοήθα μας Πατέρα!!! Πάρε μας απόψε στην αγκαλιά σου!!! Τίποτε να μην μείνει από Εμάς !!! Να μην το βρουν οι Βάρβαροι!!! Βοήθα μας Πατέρα να μην το βρουν οι Βάρβαροι!!!! Να μην το βρουν οι Βάρβαροι!!!



Από την άλλη μεριά του Ιερού η αποβίβαση είχε ήδη αρχίσει, άνδρες έβγαιναν από το Χρυσό Καράβι με το πανί του Τίποτε. Αρχηγός τους ήταν αυτός που στοίχειωνε τα όνειρά της κάθε βράδυ, ήταν Αυτός που τα μάτια του έσταζαν αίμα και ηδονή ταυτόχρονα, ένας ψηλός καστανός άνδρας με καταπράσινα μάτια όσο μπορούσε να τα διακρίνει μερικές φορές, με ένα σπαθί που μύριζε νεκρή σάρκα ένα στόμα γεμάτο βρώμικα λόγια και ψεύτικες υποσχέσεις τόσο στους στρατιώτες του όσο και στον Λαό που διαφέντευε, τον έβλεπε καθαρά να ακουμπάει με τα ρυπαρά του χέρια τις σάρκες των Ιερειών, να καταστρέφει τον Ναό, ξυπνούσε λουσμένη στον ιδρώτα και το φώναζε καμιά τους δεν άκουγε.



Από εκείνο το βράδυ στην Εορτή της Τιμέριας που τους το φώναξε και όλες οι Χάρες της είπαν πως απλά είναι τρελή και πως οι Γηραιοί δεν μίλησαν ακόμα ούτε καν ο γιος του Μέγα Ιερέα.



Και όμως το Συμβούλιο των Γηραιών είχε αποφανθεί ο ΝΑΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ …….



- Δεν θα το αφήσω να συμβεί όχι πάλι!!!! Απόλλωνα!!!! ΟΧΙ ΠΑΛΙ!!!



Κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά και βρέθηκε να χορεύει μαζί με τις Ιέρειες την είχαν βάλει στην μέση και τραγουδούσαν όλες μαζί.



- Τις αδελφές σου, της είπε η Ιέρεια Μααίνα, φέρε τις αδελφές σου!!!!



Άρχισε να τρέχει μέσα στο δάσος σαν υπνωτισμένη ενώ πίσω της άκουγε τις ικεσίες από τις Εκλεγμένες.



Κάπου χτύπησε το κεφάλι και έπεσε κάτω, όταν άνοιξε τα μάτια της Αυτός ήταν από πάνω της, τα ξανάκλεισε αμέσως άκουγε καθαρά να λένε από πού και πως θα επιτίθονταν στον Ναό, πως θα κομμάτιαζαν τα Ιερά Σκεύη και θα χαλούσαν τις Εκλεγμένες, άκουσε και έναν από του στρατιώτες να λέει



- Αφέντη αυτή είναι πεθαμένη τι να την κάνουμε;



Είχε ήδη χρησιμοποιήσει την τεχνική του Δάσκαλου Κομπίρικου που σταματούσε την αναπνοή και τους παλμούς της καρδιάς για λίγο ώστε να φαίνεται νεκρή!!!



- Νεκρή? Είπε ο Αφέντης του, πέτα τη στην μεριά των Λύκων αφού πρώτα την γδάρεις για να μυρίσουν το αίμα.







Και ναι, έτσι έγινε, πήρε το μαχαίρι του και της χάραξε το σώμα. Είχε αρχίσει να επανέρχεται στην φυσιολογική κατάσταση και προσπαθούσε να μην καταλάβει κανείς, ακόμα και όταν της έσερνε το κορμί μέσα στο δάσος. Το μαρτύριο τελείωσε όταν την πέταξε στη μεριά που είχαν παρατηρητήριο οι Λύκοι, έμεινε εκεί λίγη ώρα ένα μικρό άσπρο λυκάκι την πλησίασε και την μύριζε. Σήκωσε το χέρι της και το χάιδεψε λίγο, το έπιασε από το σβέρκο και έφερε το αυτάκι του στο στόμα της – φώναξε σε παρακαλώ τον ……… όμως μην πεις σε κανένα άλλο ότι είμαι εδώ, του έτριψε την μυτούλα και το μικρό έφυγε τρέχοντας.



Στην αγέλη επικρατούσε πλήρης ασυνεννοησία ο …….. γιος του Μέγα Ιερέα προσπαθούσε να εξηγήσει στους άλλους πως τώρα δεν έπρεπε να επιτεθούν στις Ιέρειες αλλά πως αυτό που θα ήταν το πιο σωστό ήταν να κατατροπώσουν τους Εισβολείς, ο δεύτερος στην Ιεραρχία ο Βάστων είχε πάρει τον λόγο



- Δεν καταλαβαίνετε πως τα έχει κάνει πλακάκια με τις Ιέρειες? Δεν βλέπετε πως καμαρώνει κάθε που τον πλησιάζει η Ιέρεια …..? Κάθε νύχτα πάει στο σπίτι της κάθεται με τις ώρες εκεί και μιλάνε, πότε θα το πάρεις χαμπάρι…….. πως καταβάθος την αγαπάς δεν βλέπεις πως την προστατεύεις σε κάθε αφορμή? Αυτή είναι η μαθητεία? Τα μάγια σου και οι γνώσεις σου αυτά προστάζουν? και τι θα κάνουμε τώρα, επειδή εσύ αγαπάς δεν θα επιτεθούμε για να πάρουμε την μορφή μας πάλι? Εκπληρώνεται η Προφητεία και αυτή η Στιγμή είναι απόψε!!!



Ο Λύκος ήταν ήδη πολύ ταραγμένος από αυτά που άκουγε δεν μπορούσε να μη μιλήσει άλλο



- Πριν γίνεις Λευκός Λύκος Βάστωνα ήσουν άνθρωπος το ξέχασες? Άνθρωπος!!!



- Δεν το ξέχασα όπως δεν το ξέχασες και εσύ, όπως δεν το ξέχασε κανένας από όλους αυτούς που σε ακολουθούν πιστά τόσα χρόνια κανένας με ακούς? Το Εύρημα θα καταλήξει στην επαρχία μας στην Αιγύπτια Γη, αυτό θα γίνει είτε το θες είτε όχι.



Ο μικρός Λύκος είχε πλησιάσει ήδη αρκετά κοντά τον φώναξε



- Λύκε! Πηδούσε από δω και από κει να τραβήξει την προσοχή του μάτια ο Μάγος ήταν απορροφημένος από την κουβέντα, μόλις άρχιζαν να φεύγουν οι πολλοί με το σκεπτικό να συνεδριάσουν σε λίγο ο μικρός έβγαλε μια δυνατή, όσο μπορούσε, φωνίτσα, …… λέω,



- Τι είναι μικρέ μου?



- Έλα να σου πω, του ψιθύρισε συνωμοτικά, εδώ μην μας ακούσουν



- Τι θέλεις μικρέ μου?



- Η Αρχιέρεια



- Τι έπαθε η Αρχιέρεια?



- Είναι χτυπημένη άσχημα και σε χρειάζεται είναι κοντά στο παρατηρητήριο στην μεριά με τις φλέρες, αιμορραγεί άσχημα πρέπει να πας σε ζητάει.



- Θυμήσου μικρέ μου που έχει χτυπήσει και πες μου θα με βοηθήσεις πολύ για να μπορέσω να πάρω το κατάλληλο φάρμακο.



- Έχει χτυπήσει στο κεφάλι, έχει κοψίματα στα χέρια τα πόδια και την κοιλίτσα της.



- Ευχαριστώ μικρέ μου, κουβέντα σε κανένα,



- Σε κανένα Μάγε Δάσκαλε, σε κανένα, μπορώ να κάνω κάτι άλλο να βοηθήσω?



- Όχι καλέ μου τίποτα πήγαινε τώρα σπίτι γρήγορα γιατί μετά έχει διπλή μερίδα φαγητό.



- Λύκε, δεν θα πεθάνει η Αρχιέρεια μας, έτσι?



- Έτσι μικρέ μου δεν θα πεθάνει.



Καθώς έτρεχε πετάχτηκε μπροστά του ο Φαίστων ο τελευταίος και πιο δυνατός αλλά ο πιο αιμοβόρος από τους μαθητές του.



- Για πού το έβαλες Δάσκαλε?



- Στο Ιερό πηγαίνω να δω τι έχει απομείνει από αυτό και μετά να έρθω για την συνεδρίαση, με θες κάτι?



- Όχι τίποτα……



Την βρήκε όπως την είχε αφήσει ο μικρός, έκανε ένα γύρω από πάνω από το σώμα της και την μύριζε



- μίλα μου, μικρή μου. Όσο δεν έπαιρνε απάντηση τόσο τρελαινόταν, μίλα μου κορίτσι μου, σε παρακαλώ μίλα μου, την σκούνταγε με την μουσούδα του, τις έγλειφε τις πληγές, μίλα μου κορίτσι μου μίλα μου, ….



Γύρισε το κεφάλι του στον ουρανό.



- Κάνε τον χρόνο να σταματήσει σε παρακαλώ, Άνθρωπο για λίγο φέρε με ξανά στο Σώμα μου, την Ιέρεια να σώσω σε παρακαλώ και μετά ας πεθάνω εδώ όπως ορίζει η Προφητεία ας μην φτάσω ποτέ στην Αιγύπτια Γη με το Εύρημα, σε παρακαλώ Άνθρωπο, Άνθρωπο κάνε με για λίγο να την σώσω.



Έσκαψε με τα μπροστινά του πόδια ένα λάκκο βαθύ και έκλεισε εκεί τα λόγια της επιθυμίας του, το μαρτύριο ξεκινούσε γινόταν άνθρωπος.



Τα πόδια του άρχιζαν να μακραίνουν πάλι και να στέκεται όρθιος πια, το κορμί του έριχνε τις Λευκές τρίχες και άνοιγε το στέρνο του, η διαδικασία συνεχιζόταν και τόσο πονούσε, πόσο πονούσε.



Επιτέλους το μαρτύριο του έφτασε στο τέλος του, Άνθρωπος τώρα πια άρχισε να την περιποιέται, τα φύλλα από τις φλέρες και τα ρείκια κάλυπταν τις πληγές, το μέλι από τα βασιλικά μελίσσια λειτουργούσαν σαν αιμοστατικό και καταπραϋντικό, τα έλιωνε μέσα στο στόμα του και με το νερό που έπιανε με τις χούφτες του από την Ιαματική πηγή δίπλα το έκανε αλοιφή.



- Τι σου έκαναν τα κτήνη κορίτσι μου, την άλειφε σε όλο της το κορμί όπου υπήρχε πληγή και ήταν γεμάτο.



Έφτιαξε κάτι σαν ζωμό από τον χυμό των φύλων του Ιερού Δέντρου, έβαζε στο στόμα του άνοιγε το δικό της και της το έριχνε μέσα μετά φυσούσε της έπιανε τον οισοφάγο και δημιουργούσε κίνηση για να το καταπιεί. Αυτό κράτησε ώρα, μόλις τελείωσε την διαδικασία μάζεψε κλαριά και έφτιαξε μια κρυψώνα έκατσε κάτω στο Ιερό Δέντρο και την πήρε στην αγκαλιά του. Παρατήρησε πως τα φύλα δεν κινιόντουσαν, το νερό δεν έτρεχε στην Πηγή, τα νυχτολούλουδα δεν μύριζαν, τίποτα, κενό, κενό χρόνου.



- Σε ευχαριστώ Θεέ μου σε Ευχαριστώ. Την έσφιξε δυνατά πάνω στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μέτωπο και ξεφύσησε ανακουφισμένος, σε ευχαριστώ Θεέ μου…



Τα κατάφερε!!! Ο χρόνος είχε σταματήσει!!! Χωρίς να την αφήσει καθόλου από τα χέρια του έκλαιγε και ευχαριστούσε τον Απόλλωνα ξανά και ξανά. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν να την πάει μέχρι το τέλος της Πηγής που ήταν ο καταρράκτης να την πλύνει, προσεκτικά, ευλαβικά την σήκωσε και κατηφόριζε, της έβγαλε ότι είχε απομείνει από τα ρούχα, πετάχτηκε λες και τον είχε χτυπήσει κεραυνός του Δία, είχε το σημάδι!!! Ήταν το σημάδι του Απόλλωνα!!! Την έβαλε μέσα στην λίμνη κάτω από τον καταρράκτη και άρχισε σιγά – σιγά να την πλένει και να της καθαρίζει τα αίματα, οι πληγές άρχιζαν να υποχωρούν και μέχρι να τελειώσει είχαν εξαφανιστεί τελείως, μόλις την βούτηξε μέσα τότε συνήλθε.



Τον έσπρωξε βίαια και άπλωσε τα χέρια της γαλάζιες δέσμες φωτός έβγαιναν από τα δάχτυλά της



- Πριν σε αποτελειώσω άθλιε πες μου ποιος είσαι!



- …… σταμάτα μη, το μόνο που πρόλαβε να πει η πρώτη από τις δέσμες έπεσε στο στέρνο του, παραπάτησε αλλά δεν έπεσε



- Τόλμησες να με αγγίξεις? Θα πεθάνεις! Άλλη μια δέσμη έπεσε πάλι πάνω του



- Ο Λύκος είμαι!!! Φώναξε.



- Ο Λύκος? Πως είναι δυνατόν?? Εσύ θα έπρεπε να είσαι….. έκοψε την κουβέντα της και έκρυψε την γύμνια της.



- Ησύχασε είσαι καλά τώρα, της άπλωσε το χέρι του.



Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, - πως είναι δυνατόν δεν είσαι Λευκός Λύκος??? Ξανασήκωσε τα χέρια της και μάζεψε όση ενέργεια μπορούσε να την εξαπολύσει



- Τι του έκανες του Λύκου μου??? Λέγε πριν αφήσεις την τελευταία σου άθλια πνοή εδώ!!! Εκείνος είναι …… σταμάτησε απότομα της μιλούσε ήδη χωρίς φωνή όμως.



- Εγώ είμαι καλή μου, κοίτα με στα μάτια και θα πειστείς. Μην με φοβάσαι εμπιστέψου με….



Τον κοίταζε ίσια στα μάτια, έπεσε στην αγκαλιά του. Έκανε πάλι πίσω με τα χέρια της έκρυψε πάλι το στήθος της. Ντύθηκε βιαστικά και του είπε



- Δεν προλαβαίνουμε, ήρθαν, απόψε τελειώνουν όλα, την Αυγή ξεκινάει…. ευχαριστώ για όσα έκανες. Πρέπει να ειδοποιήσουμε τις Αδελφές μου και τις Χάρες καθώς και τα άλλα Αδέλφια,



- Οι Χάρες συμμάχησαν, της είπε κοφτά,



- Τι εννοείς? Τον κοίταξε έκπληκτη, ένιωσε φόβο… πότε έγινε αυτό?



- Από τότε στην Γιορτή,



- Δεν το πιστεύω, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα απόγνωσης,



- Σκούπισε τα μάτια σου της είπε και πάμε θα είναι μεγάλη η Νύχτα απόψε,



- Μη μιλάς, του είπε, άκου, νιώσε, τίποτα δεν κινείται, μα ποιος? μόνο….



- Το πρόσεξα….. πάμε τώρα?



- Θα γίνεις πάλι Λευκός?



- Όχι, όχι αυτή την φορά θα γίνω αόρατος, της είπε και χαμογέλασε, θα είμαι δίπλα σου μην φοβάσαι εγώ είμαι εδώ.



Περπατούσε και μιλούσε μόνη της, - σε παρακαλώ φύγε για λίγο θέλω να προσευχηθώ. Το ένιωσε ότι έφυγε και μόνο τότε γονάτισε.



- Απόλλωνα Πατέρα μου, δώσε μου την δύναμη να τα καταφέρω, σε παρακαλώ, δώσε Δύναμη στην Φυλή μου και στις άλλες Οχτώ Φυλές να τα καταφέρουμε, Συγχώρεσε τις Χάρες που συμμάχησαν, συγχώρεσε τους υποχθόνιους Πατέρα, δώσε μου περισσότερη Δύναμη στα χέρια μου και στα μάτια τους εχθρούς να κατατροπώσω, κάνε με αόρατη στα Βέβηλα Μάτια τους.



Απόλλωνα Πατέρα μου, είμαστε στα χέρια σου, δώσε μας Δύναμη. Αδύναμη Κόρη εγώ μα και τόσο Δυνατή σου ζητάω Έλεος να δείξεις, Βοήθησε μας Πατέρα μου.



Στεκόταν εκεί μπροστά της και την κοιτούσε



- Πες μου Ιέρεια, με κάλεσες και ήρθα, από την ικεσία σου η ψυχή μου μού είπε πως πρέπει να έρθω, πες μου,



- Πατέρα μου, τον κοίταζε ίσια στα μάτια, βοήθησέ μας απόψε, χανόμαστε Πατέρα,



- Χανόσαστε!!! Το ύφος του ήταν καθαρά σαρκαστικό, χανόσαστε μου λες, τι εγωιστικό και τόσο καιρό τι κάνετε!!! Δεν χάνεστε? Που είναι η Θεία σας υπόσταση? Που είναι αυτά που σας Δίδαξα? Παιδιά Δικά μου και του Σύμπαντος, ακόμα και εσύ που είσαι κόρη μου, ακόμα και εσύ θέλησες Θνητή να γίνεις!!!! Και τώρα μου λες χανόσαστε!!! Ναι …. να χαθείτε να μην μείνει τίποτα από εσάς, να ξεκινήσουν όλα από την Αρχή!!! Να βρουν Ευήκοα ώτα οι Διδασκαλίες μου!! Αγνές ψυχές οι πραγματείες μου να περάσουν!!! Να γίνει ο Κόσμος καλύτερος!!!



- Πατέρα!!! Πόσο εγωιστής, ακόμα και με μένα, ακόμα και εμένα θα θυσιάσεις εμένα από τα πιο αγαπημένα σου Παιδιά, προκειμένου να ζήσεις λίγο σαν Άνθρωπος με αισθήματα, θα χαρείς Πατέρα? Απόψε όλοι θα πεθάνουμε και ΕΣΥ…. ΩΩΩΩΩ ΜΕΓΑΛΕ ΠΑΤΕΡΑ ΕΣΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ, γιατί Πατέρα μου μπορεί να είναι η Μοίρα των Ανθρώπων ο θάνατος, αλλά η Μοίρα των Θεών είναι η Λήθη, θυμήσου Πατέρα μου, το ίδιο είπες και εσύ και η αδελφή σου στον Πατέρα σας πριν το διώξετε από τον Όλυμπο, πες μου Πατέρα μου αυτό ζητάς? Να περάσεις στην Λήθη? Ποια ευήκοα ώτα θα σε ακούσουν όταν δεν θα έχει μείνει κανείς? Ποιες αγνές ψυχές θα μπορέσουν να περάσουν μέσα τους αυτά που θα πεις? Αφού τελειώνουμε όλοι ΑΠΟΨΕ!!! Αλλά βέβαια ξέχασα εσύ ο Σοφός Θεός θα φτιάξεις!!! Ναι θα φτιάξεις Πατέρα, θα φτιάξεις αυτούς που θες να σε ακούν, αυτούς τους τυφλούς υπηρέτες, κάντο Πατέρα, ΚΑΝΤΟ!!! Μου έδωσες Ζωή μέσα από την πιο Ιερή Πράξη και μου την παίρνεις με τον πιο ποταπό τρόπο, εσύ Πατέρα έπρεπε να γίνεις Θνητός όχι εγώ, φύγε Πατέρα, πέρνα στην Λήθη γιατί κανείς Άνθρωπος που βγήκε από Μήτρα δεν θα μείνει απόψε να σε ξαναλατρέψει, ΦΥΓΕ ΠΑΤΕΡΑ!!!



Ο Λύκος ήταν δίπλα της, της κρατούσε το χέρι που έτρεμε, της σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο, η συγκίνηση ήταν τόση που δεν κρατιόταν ξέσπασε σε κλάματα.



- Δάσκαλε κλαίς? Τον ρώτησε, μείναμε μόνοι μας ……, μόνοι μας, πάμε σήκω έχουμε πολύ Δρόμο.



Έτρεχαν να προλάβουν ο κύβος ερρίφθη, ο χρόνος άρχισε πάλι να μετρά, οι άνθρωποι της Φυλής ενώ κινδύνευαν……. χόρευαν, σταματούσε τον κόσμο τους ρωτούσε τι κάνουν γιατί δεν πολεμούν και έπαιρνε την ίδια απάντηση – δεν έχουμε πόλεμο Κάλια, χαρά έχουμε ήρθαν τα αδέλφια μας και πάμε να τους υποδεχτούμε. Τα μάτια της έπεφταν πάνω τους πότε με λύπη, πότε με οργή, για ποια χαρά και ποια Γιορτή είχαν?



Στην άλλη άκρη του Νησιού η καλύτερή της φίλη έδινε την δική της μάχη.



- Τι έκανες? Πως μπόρεσες να το κάνεις? Πήγες μαζί τους?



- Αυτό πιστεύεις κορίτσι μου?



- Πιστεύω αυτό που διαδραματίζεται όλο αυτό τον καιρό….. και μην τολμήσεις να μου πεις πως το έκανες για μένα και το παιδί γιατί τα χέρια μου θα ανοίξω και θα εξαφανιστείς!!! Έγινα γυναίκα σου, η φυλή μου με έδιωξε γιατί δεν είσαι δικός μας, προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να τους αποδείξω πως δεν είσαι αυτός που όλοι έβλεπαν και να τώρα ………



- Τι είναι αυτά που λες???? Άρχισε να ωρύεται, τόσο καιρό αυτό είδες??? Το παραδέχομαι ήρθα κατάσκοπος στη Χώρα σου, αλλά αυτά άλλαξαν το ξέρεις….. σταμάτησε ξαφνικά



- Τι συμβαίνει?



- Σώπα έρχονται οι Ιερείς, ότι δεις ότι ακούσεις μην βγάλεις συμπεράσματα, μαζί σου είμαι, με την Φυλή σου, σας έχω αγαπήσει είμαι κομμάτι σας.



Οι πέντε Ιερείς πλησίασαν απειλητικά το ζευγάρι, ο Γηραιός Δάσκαλος περιστοιχιζόταν από μια Γαλάζια νεφέλη, εκείνος την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε να κρυφτούν μέσα στο Ναό από φόβο, το ήξερε και εκείνος πως απόψε τελείωναν όλα……. Έσκυψαν να μην φαίνονται κάτω από το Ιερό Βήμα.



- Βγες έξω Αρίωνα και εσύ …… βγες έξω, ο γηραιός πρόσταξε με μια φωνή που και οι δυό τους υπάκουσαν σαν υπνωτισμένοι, πάντα πιασμένοι χέρι- χέρι στάθηκαν μπροστά του.



Ο ένας από τους Ιερείς την τράβηξε και την έβαλε δίπλα από τον Γηραιό, η….. έκλεισε τα μάτια και άρχισε να προσεύχεται, με την άκρη του ματιού του την κοίταξε και άρχισε να μιλάει στον Αρίωνα,



- Την τελείωσες την δουλειά σου, πρέπει να ομολογήσω πως την έκανες πολύ καλά, μέχρι και η Ιέρεια σε αγάπησε και έκανε και παιδί μαζί σου, έλα τώρα είναι καιρός να φορέσεις την στολή σου και να πας να πολεμήσεις για ότι μας ανήκει, να πολεμήσεις μαζί με τα αδέλφια σου που ήρθαν.



- Δάσκαλε δεν μπορώ να το κάνω.



- Δεν μπορείς??? Δεν μπορείς??? Μάλιστα, έπιασε το κοντάρι του από την άκρη στην μεριά που ήταν το ροζ μάτι της Μοίρας και χτύπησε τα πόδια της Λέλιας από την πίσω μεριά, εκείνη έπεσε κάτω ο Αρίωνας προσπάθησε να πάει προς το μέρος της αλλά τον κρατούσαν οι Ιερείς,



- Μην την ξαναγγίξεις με ακούς? Μην τολμήσεις να την ξαναγγίξεις, σε μένα κάνε ότι θες εκείνη όμως άστην ήσυχη.



Ο Γηραιός σε μια επίδειξη υπεροχής έπιασε την Λέλια από τα μαλλιά και της πάτησε το κεφάλι, ο Αρίωνας τρελάθηκε τα μάτια του κοκκίνισαν ξέφυγε από τα χέρια των Ιερέων και έπιασε από τον λαιμό τον γηραιό, εκείνος ξαφνιασμένος παραπάτησε και άφησε την Ιέρεια, σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος του.



- Μη Αρίωνα άστον!!! Σε παρακαλώ είναι Μέγας Δάσκαλος…. Με την άκρη του ματιού του είδε τους Ιερείς που πήγαιναν προς εκείνη, τότε με το ένα χέρι που είχε ελεύθερο την έσπρωξε με την Πρώτη του δύναμη.



Η Λέλια πετάχτηκε σαν φύλο στον άνεμο στον τοίχο και χτύπησε την πλάτη και το κεφάλι, έτσι έμεινε μέχρι που τελείωσε η μάχη του «προδότη» με τον Μέγα Δάσκαλο. Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε μπροστά της τον Γηραιό μέσα στα αίματα.



πλάτη με πλάτη με την καλή της φίλη σκότωναν τον ένα μετά τον άλλο, ο Λάδικος μάτια παρακαλούσε ικέτευε να γίνει Λευκός Λύκος πάλι, να βοηθήσει ουσιαστικά, τίποτα, όλες οι ικεσίες στο κενό, ο Απόλλωνας καθόταν στο οροπέδιο του και κοιτούσε την εξέλιξη της μάχης, με το Μάτι του έβλεπε την κόρη του να πολεμάει για ότι περισσότερο είχε πιστέψει ΤΗΝ ΦΥΛΗ ΤΗΣ, ήθελε να την προστατέψει αλλά ήθελε να και να τιμωρήσει την ΦΥΛΗ, ανακάτεψε το νερό στο μεγάλο τάσι που ήταν μπροστά του και έβλεπε την έκβαση των άλλων μαχών, η Φυλή των Βόλοβων είχε ήδη συνθηκολογήσει, η Φυλή των Περαντών είχε και αυτή ταχθεί με τον Εισβολέα, η Φυλή των Σαμαρώντων είχε κατακρεουργηθεί, η Φυλή των Σεληνητών είχε φύγει ήδη για την Σελήνη το ίδιο και η Φυλή των Σειρίων. Οι υπόλοιπες τρεις φυλές περίμεναν απλά ή το τέλος τους ή να δοθεί λύση, όμως όλα μάταια ή Μάχη είχε ξεκινήσει…







Το ίδιο και Τέλος της Νήσου της…



Ποιος πόναγε περισσότερο και ποιος λιγότερο τώρα πια δεν είχε καμιά σημασία. Αφού είχε καταφέρει και είχε φυγαδεύσει όλους τους ανθρώπους που αγαπούσε ακόμα και την καλύτερη φίλη της ήταν πλέον έτοιμη να δεχτεί και το δικό της τέλος. Έτσι λοιπόν έπρεπε όλα να γίνουν όπως άρμοζε στην υπόστασή της. Τίποτε και κανείς δεν θα χαλούσε το τελετουργικό ούτε ο τρελός αυτός πόλεμος… Έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί το Λουτρό της Καθόδου λη τελευταία τελετή…



Οι οχτώ εναπομείναντες Ιέρειες σε μικρότερη ηλικία ετοίμασαν και την παραμικρή λεπτομέρεια…



Έβγαλε από πάνω της τα ματωμένα ρούχα και πέρασε από τους ώμους τον λιλά αραχνοΰφαντο χιτώνα της, που είχε πλυθεί από εννέα παρθένες υποψήφιες ιέρειες και είχε απλωθεί στον Ήλιο για να στεγνώσει. Τόσο ο χώρος του Λουτρού της Καθόδου όσο και η διαδικασία ήταν από τις ιερότερες στιγμές του Μυστηρίου. Οι εναπομείναντες ιέρειες χωρισμένες σε δύο ομάδες και είχαν στη μέση την Αρχιέρεια. Είναι ολόγυμνη πια και ο πατέρας της Ήλιος την λούζει με το Φώς του.



Οι εισβολείς δεν φαίνονται πουθενά έχουν όλα σταματήσει λίγο πριν το τέλος μια μικρή ανάπαυλα για να γίνουν όλα όπως πρέπει. Ο μόνος που είναι κρυμμένος σε μια μεριά και κοιτάει είναι ο Λάδικος, ο οποίος άνθρωπος τώρα πια προσπαθεί να κρατήσει αυτή την τελευταία εικόνα στα μάτια και το μυαλό του λίγο πριν φύγει, έτσι για να την έχει συντροφιά για τις επόμενες ζωές που θα την ζητάει. Είχε αποφασιστεί από το Ιερατείο πως θα έπρεπε να φύγει ;από την χώρα του και να συνοδέψει το Εύρημα στην Αίγυπτο, κάτι το οποίο ούτε αυτός δεν ήξερε ποιο και τι είναι. Εκεί έπρεπε να μείνει για την υπόλοιπη ζωή του αλλά και για τις τρεις επόμενες ενσαρκώσεις του για την αποφυγή συνάντησης με την Αρχιέρεια. Η ομάδα των κοριτσιών με την Αρχιέρεια στην μέση έφτανε προς το Λουτρό, εκείνη τις παρακάλεσε να σταματήσουν για λίγο και να την αφήσουν μόνη της παρακάλεσε και τον Θεό Ήλιο να κρυφτεί για λίγο για να μην ακούσει το τι θα έλεγε. Έτσι και έγινε Εκείνος κρύφτηκε και έδωσε άδεια στην Σελήνη να βγει ολόγιομη και να την συνοδέψει στην προσευχή της.



Περπάτησε κοντά στην αγαπημένη της Λίμνη έκαστε και άφησε τα δάκρυά της να βγουν σαν βάλσαμο από μέσα της.



- Δεκατρείς μέρες βλέπω την χώρα μου να καταστρέφεται από Βαρβάρους, από Αθηναίους, από Ρόδιους, από Μινωίτες, κύκλο τον κύκλο χάνω τις Ρίζες μου, τους φίλους και τους συμμάχους μου. Την Μάνα μου, την Μήτρα που με έφερε στην ζωή δεν την γνώρισα έχω όμως την ίδια ανάγκη να την θρηνήσω όπως και όλους όσους έχασα, τους Δασκάλους μου, τις Δασκάλες μου, τις Νύμφες και τις Μούσες μας. Όλους τους έχασα και όσοι έμειναν σκλάβοι θα γίνουν στα χέρια τους. Η Μόνη μου ελπίδα όσοι ξέφυγαν με τα σκάφη και με τα παιδιά. Ακόμα και εσένα Μεγάλε μου Δάσκαλε και Ιερέα Λάδικε δεν θα σε ξαναδώ. Εσύ που Λευκός Λύκος αλλά με μιλιά ανθρώπου με συνόδευες από μικρό κοριτσάκι και στην τάξη της Αρχιέρειας του Θεού με έφτασες όπως είχε διατάξει ο πατέρας μου. Εσένα καλέ μου που το βράδυ που κινδύνεψα πέταξες από πάνω σου το ιερό σου Μυστικό για να με σώσεις.



Σελήνη Εσύ που ακούς τα λόγια όσων αγαπούν, εξομολογήτρια του πόθου των Θεών και των Ανθρώπων άκου και τον δικό μου πόνο τώρα που φεύγω. Τον αγάπησα πολύ τον Λάδικο, το ξέρω το ανίερο το γνωρίζω το λάθος θα τιμωρούμαι για πολλές ζωές. Πλανεύτρα του Ουρανού είναι κομμάτι της ζωής μου τούτης και παντοτινής. Το ορκίζομαι στα λαμπερά σου Μάτια Σελήνη αν τον προστατέψεις όσους Δρόμους και να περπατήσω θα τον βρω.



Αγάπη μου εσύ Λάδικε της ζωής μου τώρα μπορώ να το πω, τώρα που κανένας δεν ακούει ούτε εσύ και το Μυστικό μου είναι φυλαγμένο από Θεούς και Ανθρώπους, μόνο εσένα αγάπησα, αγάπη του κορμιού μου που ποτέ άνδρας δεν άγγιξε, Στεναγμέ του γλυκού πυρετού μου θα σε αποχωριστώ. Σας εκλιπαρώ Ποσειδώνα και εσένα Θεέ των Θεών Δία φυλάξτε τον να μην του τύχει τίποτε κακό. Αγαπήστε τον Θεοί και κλείστε τον στην αγκαλιά σας και προστασία δώστε του. Αγάπη μου μοναδική μου σκέψη σε αφήνω ελεύθερο περπάτα στους Αιώνες, είθε οι Θεοί να σε προστατέψουν.







Ο Λευκός σκούπισε τα μάτια του και ψιθύρισε την Υπόσχεση, τα είχες ακούσει όλα, ήταν αργά να κάνει πίσω, όλα είχαν πάρει την πορεία τους. Όλα τώρα πια ήταν το Τέλος , μέσα από την Πορεία προς την Αρχή….



Η εξομολόγηση έλαβε τέλος η Σελήνη έδωσε την θέσης της στον Ζωοδότη Ήλιο. Οι Ιέρειες ήταν στη θέση τους και περίμεναν, η Αρχιέρεια έβγαλε το αραχνοΰφαντο ύφασμα και βούτηξε στο Λουτρό, είχαν αρχίσει όλα…



Οι Δακτύλιοι ένας μετά τον άλλο χάνονταν από βόμβες που ξέρναγαν φωτιά και καπνό με συνέπεια να βυθίζονται, έμεινε μόνο ο ένατος αυτός με το Ιερό να πλέει ανατολικά στον Ωκεανό, μόνος αποκομμένος.



Οι Ορατοί ετοιμάζονταν για τα τελευταία χτυπήματα πάνω από τις Κεντρικές Δυνάμεις ετοίμαζαν τα όπλα ο στρατηγός τους ο Μέριος ήθελε τα πάντα να είναι στην εντέλεια, φώναζε και έδινε εντολές, οι κεφαλές έπρεπε να μπουν στις σωστές συντεταγμένες στον 20ο παράλληλο στις 35 μοίρες βορειοανατολικά και με μέση συντεταγμένη 120ο την 23η νυχτερινή ώρα, ακριβώς με την απόλυτη ταλάντωση και συστοιχία του λαμπρού άστρου σε απόλυτη κάθετη του αστερισμού του Σείριου, ‘ήταν πολύ άσχημος, άπλυτος εδώ και μέρες σκυμμένος πάνω από τους χάρτες του και τους υπολογιστές του.



Ο κεντρικός του υπολογιστής άρχισε να του δίνει περίεργα μηνύματα σύννεφα μαζεύτηκαν και τα ακανόνιστα παχιά του φρύδια έσμιξαν σε ένα τρελό χορό ανυπομονησίας και χαρμολύπης από αυτή την Νήσο καταγόταν η μητέρα του, καθισμένος στον θώκο του αναπολούσε τις ιστορίες που άκουγε μικρός στην ακροθαλασσιά από την γοργόνα Ιενάα, έβαλε τα πόδια του πάνω στην άκρη της κονσόλας για να μην πατήσει κάποιο κουμπί κατά λάθος και τιναχτούν όλα στον αέρα και ξανάφερε στο μυαλό του τις ιστορίες που άκουγε…



- Μέριε, τι ξέρεις για τον τόπο που κατάγετε η Μάλισα η μητέρα σου?



- Είναι ένας τόπος Βορειοανατολικά ψηλά και πέρα από τον τόπο που πολέμησε ο Δίας με την κόρη του την Αθηνά και τον γιο του τον Απόλλωνα, α!! ναι το θυμάμαι καλά η μητέρα μου μού το περιέγραψε πολλές φορές, έχει κύκλους, όσοι και οι γιοι του Ποσειδώνα, ο πατέρας το ονόμαζε κοροϊδευτικά Κυκλάδες και η μητέρα του φώναζε γιατί την πείραζε « ο τόπος μου είναι Ήπειρος Βρόσταχε, δεν είναι κυκλονήσι, κατάγομαι από την γενιά του Ποσειδώνα, και ο πατέρας όλο την περιέπαιζε - ο τόπος σου Μαρσίπια ήταν όλο γέλια και χαρές πότε δούλευαν, πότε θυσίαζαν, μόνο αυτοί ήξεραν για αυτό και χαθήκατε ,



- Ο τόπος μου άνδρα μου δεν χάθηκε χτίζεται και ξαναχτίζεται από τις στάχτες του όπως και κάθε τόπος στο πέρασμα των εποχών



Η μητέρα του Μέριου ήξερε καλά από το πέρασμα των καιρών για αυτό και πάντα ήταν ήρεμη με οποιαδήποτε κλιματική αλλαγή η Μαρσίπια ήξερε… όλοι οι άνθρωποι από την Ήπειρο της ήξεραν, τα βράδια που τον έβαζε για ύπνο στο κρεβάτι του, του έλεγε ιστορίες πως χωρίστηκε ο τόπος της από τον άλλο κόσμο.



Ακριβέ μου Μέριε άκου, κατά το διαμοιρασμό από τούς θεούς τής Γης, η Νήσος μου, η Ατλαντίς επειδή περιστοιχιζόταν από τη θάλασσα, δόθηκε στον Ποσειδώνα. Ο Ποσειδών διάλεξε μία ωραιότατη πεδιάδα τής Ατλαντίδας για να κατοικήσει. Εκεί κατοικούσε o Eυήνωρ με τη γυναίκα του Λευκίππη και τη θυγατέρα τους Κλειτώ. O Ποσειδών, όταν είδε την ωραία Κλειτώ, την ερωτεύτηκε και ζήτησε να την παντρευτεί. Αυτό και έγινε. Διάλεξε τότε έναν ωραίο λόφο, όπου ανήγειρε ένα ισχυρό φρούριο. Αυτό το κτίσμα, το περιέβαλε με διαδοχικά κυκλικά κανάλια ... για αυτό με πειράζει ο πατέρας σου λέγοντας μου ότι η Νήσος μου είναι κυκλάδες. Ο Ποσειδών και η Κλειτώ γέννησαν πέντε ζεύγη διδύμων υιών. Έτσι ο Ποσειδών χώρισε την Νήσο σε δέκα περιφέρειες και τις παραχώρησε στους δέκα υιούς του. Την κεντρική περιοχή, όπου και το ανάκτορό του, την παραχώρησε στον πρωτότοκο, τον Άτλαντα, τον οποίο έχρισε “βασιλέα των βασιλέων”. Από το όνομα αυτού του γιου του θεού και βασιλέα Άτλαντα, ονομάσθηκε η νήσος, Ατλαντίδα. Οι άλλοι αδελφοί του, που βασίλευσαν στα άλλα τμήματα ήταν:



ο Γάδειρος ή στην γλώσσα του πατέρα Εύμηλος,



ο Αμφήρης, ο οποίος ήταν και αδελφός του παππούς σου



ο Ευαίμων, ο πρώτος από τους Νομοθέτες μας



ο Μνησεύς, ο Ιατρός μας



ο Αυτόχθων, ο πιο ισχυρός πολεμιστής μας



ο Ελάσιππος, ο Σοφός μας



ο Μήστωρ, ο Μέγας Μύστης μας, μάντης καλών και κακών



ο Αζάης ο θαυματουργός τεχνίτης μας



και



ο Διαπρεπής... ο μικρότερος υιός και ο πιο αγαπημένος από τα παιδιά του Ποσειδώνα







- Πες μου μητέρα μου πες μου και άλλα, δεν νυστάζω ακόμα, έλεγε και ξανάλεγε ο Μέριος.



- Θα σου πω αγόρι μου ακριβέ μου θα σου πω, λοιπόν όταν πριν από πολλά – πολλά χρόνια ο παππούς Αμφήρης έκανε ένα ταξίδι στον Σείριο,



- Πως πήγε μανούλα?



- Με το αστροπλοιό του μωρό μου όπως πάει και ο πατέρας στην Μήνη όπως θα πηγαίνεις και εσύ όταν μεγαλώσεις,



- Όπως πάει και ο Μέλοιχος μανούλα ο μεγαλύτερος αδελφός μου?



- Ναι ακριβέ μου έτσι, να σου συνεχίσω τώρα για τον παππού? Όταν ήρθε ο παππούς από τον Σείριο, μετά από ταξίδι πολλών χρόνων, στην Ατλαντίδα και είδε τους ανθρώπους διαφορετικούς, είχαν πάψει πλέον να αγαπούν την Δικαιοσύνη και την Ευταξία, τους ένοιαζαν μόνο οι σαρκικές και οι υλικές απολαύσεις, είχαν χάσει το μέτρο της ζωής και της αρμονίας και έτσι ένα βράδυ ο ουρανός καθώς ήταν καθαρός και λαμπερός άρχισε να μαζεύει σύννεφα πολλά και μαύρα, τότε άρχισε να βρέχει μια βροχή που όμοια της δεν έχεις ξαναδεί ακριβέ μου, έβρεχε για τουλάχιστον εφτά μέρες και εφτά νύχτες, οι δρόμοι ξεχείλισαν, τα αμπέλια και τα χωράφια καταστράφηκαν. Όλα τα δέντρα από τα δάση, από τους δρόμους, από παντού άρχισαν να γέρνουν και να πέφτουν σιγά – σιγά στην γη, παντού λάσπη και νερό. Βέβαια οι πιο προνοητικοί σαν τον παππού επειδή μπορούσαν να διαβάζουν τα σημάδια είχαν ήδη φύγει από την Νήσο για το Άστρο,



- Μανούλα πήγαιναν και παιδάκια στο Άστρο;



- Ναι αγάπη μου ένα από αυτά τα παιδάκια ήταν και η μανούλα αλλά και ο γιος του θεού Απόλλωνα ο Ασκληπιός μικρός ακόμα μπορούσε και έδινε την ζωή πίσω στα πουλάκια και στις πεταλούδες,



- Είχε πολλές πεταλούδες στο Σείριο μανούλα;



- Εκατομμύρια αγάπη μου, τις πιο όμορφες πεταλούδες στο γαλαξία μας και ακόμα πιο έξω από αυτόν



- Έχει χαρούμενα παιδάκια στο Σείριο μανούλα; Πως μοιάζουν;



- Τα περισσότερα είναι σαν εσένα, όμορφα κατάξανθα με υπέροχες μπούκλες με γαλανά μάτια, αλλά και άλλα σαν τον αδελφό σου, υπέροχα μελαχρινά παιδιά και δυνατά, μερικά παιδάκια έχουν την δυνατότητα να πετάνε από μόνα τους δεν χρειάζονται αστρόπλοια κλείνουν τα ματάκια τους ανοίγουν τα χεράκια του και με σπειροειδείς κινήσεις πετάνε ψηλά στον ουρανό.



- Μανούλα πότε θα έρθουν αυτά τα παιδάκια να παίξουμε?



- Δεν θα έρθουν ακόμα μωρό μου, μπορεί να έρθουν όταν εσύ θα είσαι μεγάλος και σπουδαίος και τότε θα έχετε άλλα πράγματα να πείτε, θα ανταλλάξετε τύπους, θα μάθετε πράγματα ο ένας για τον πλανήτη του άλλου και ποιος ξέρει μόλις γίνεις ατρόμητος στρατηγός, όπως λες, συνέχεια ότι θες να γίνεις τότε θα μπορέσεις να εκπαιδευτείς κοντά τους και τότε θα είσαι ο σπουδαιότερος μέσα στους σπουδαίους.



Ο μικρός είχε κοιμηθεί, η μητέρα τον σκέπασε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
Συνεχίζεται....                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Την καλή σας την κουβέντα